Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Το λυκόφως του “μονεταρισμού” και η Ελλάδα ως το “Γαλατικό” χωριό του κόσμου.


Η σαφής αποδοχή από τους Εταίρους, δανειστές της Ελλάδας, ότι είναι υπό διαπραγμάτευση βασικοί όροι του τελευταίου μνημονίου, εκτός από την παραδοχή της περιορισμένης συμβολής τους στο πρόβλημα της χώρας, είναι και αναγνώριση ότι η μακροοικονομική πολιτική που επέβαλαν στη χώρα μας, στην ουσία, πρέπει να στηθεί στον τοίχο. Πρώτα από όλους από το σύνολο του πολιτικού συστήματος της ίδιας της χώρας και ακολούθως από τα σχετικά ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Στην Ελλάδα φαίνεται πως υπήρξε αδυναμία και για να “εκριζωθούν” οι αιτίες που έφεραν την κρίση, αλλά και για να θεμελιωθεί μια οικονομία που να διασφαλίζει τις συντάξεις των απομάχων και την προοπτική των νέων.
Το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να βρίσκεται στα ύψη, προκαλώντας ανασφάλεια για το μέλλον. Το τραπεζικό σύστημα στέκεται οριακά όρθιο, μετά την υποχρεωτική υποστήριξή του από τους φορολογουμένους, χωρίς να μπορεί, ακόμη, να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες των επιχειρήσεων.
Εκτός από την ολοκλήρωση των πολιτικών λιτότητας που ακολουθούσαν οι πολιτικές της ΕΕ και οι κυρίαρχες χώρες της, έχει μεγαλύτερη σημασία να δούμε τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις στις οικονομίες και των άλλων χωρών, που δοκιμάστηκαν από την κρίση της τελευταίας δεκαετίας. Ιδιαιτέρως εστιαζόμενοι στη σχέση των “νομισματικών” σε αντιπαράθεση με αυτών των “δημοσιονομικών” πολιτικών, στις συγκεκριμένες χώρες.
Η συζήτηση για τη διαχείριση και αύξηση των δαπανών, στις χώρες του Βορρά, είναι σήμερα στο προσκήνιο, όταν στην Ελλάδα, μέσα από τα απομεινάρια που προκάλεσε η παραζάλη της δημοσιονομικής κρίσης, ακόμη ηγεμονεύει η μονεταριστική αντίληψη για τη μείωση, στο μεγαλύτερο δυνατόν επίπεδο, των δημοσίων δαπανών (προσοχή όχι για τη μείωση αυτών των ανορθολογικών αλλά εν γένει των δημοσίων δαπανών).
Σε όλο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα εντοπίζουμε, ολοένα και περισσότερο, μια διεθνή μεταστροφή από τη “νομισματική” στη “δημοσιονομική” πολιτική.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η πολιτική οικονομική περί “σταθερότητας”, με την χρησιμοποίηση φορολογικών μέτρων και της σχετικής νομοθεσίας, αξιοποιήθηκε για την εξισορρόπηση μιας “ασταθούς οικονομίας με πλήρη απασχόληση”. Εργαλείο ήταν πάντα ο κρατικός προϋπολογισμός.
Αν όχι το σύνολο των οικονομολόγων και των αναλυτών, σε κάθε περίπτωση η πλειονότητα τους, αναγνωρίζουν τα αποτελέσματα, στην οικονομική ανάπτυξη των μεταπολεμικών οικονομιών και για τη παγκόσμια ηγεμονία της ελεύθερης οικονομίας, της θεωρίας και πολιτικής υπέρ της “οικονομικής σταθερότητας”.
Αυτό που στην ουσία ήταν το πνευματικό τέκνο του Τζον Μέιναρντ Κέινς.
Όμως για την Ελλάδα της δεκαετίας του 2020 φαίνεται ακόμη να ολοκληρώνεται η φαντασίωση του μονεταρισμού. Με την στήριξη και τη συμβολή των εναλλασσόμενων μνημονίων και “εργαλείων” όπως αυτών της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών & Περιουσίας Α.Ε. (ΕΕΣΥΠ) με τις Θυγατρικές της το ΤΑΙΠΕΔ, (Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.), την ΕΤΑΔ, (Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.), το ΤΧΣ, (Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) και τις Συμμετοχές της σε αριθμό Δημόσιων Επιχειρήσεων (από 01.01.2018).
Η δικαιολογία ύπαρξης και λειτουργίας αυτών των "εργαλείων” επιβολής οικονομικών πολιτικών στην χώρα μας, ήταν η συμβολή στην ενδυνάμωση και αξιοποίηση δομών και παγίων, από την περιουσία του ελληνικού κράτους, δια του "εμβολιασμού" του management με την κουλτούρα των ιδιωτικών κριτηρίων. Αυτό όμως που κυριάρχησε είναι η εκποίηση δημόσιας περιουσίας προς τον ιδιωτικό τομέα. Λειτούργησαν ως μεσάζοντες με μια λογική ως εάν να πρόκειται για Real Estate Γεγονός που από μόνο του δεν προκαλεί νέες επενδύσεις. Ούτε αφήνει περιθώρια για την ενεργοποίηση σε ανταγωνιστικά επίπεδα των όποιων επιχειρήσεων παραμείνουν σε κρατικό χαρτοφυλάκιο.
Στην ουσία έχουμε ένα διεθνές “γαλατικό” χωριό, για την μονεταριστική ηγεμονία μιας πείσμονος σέχτας, που αντιπαρατίθεται στη διεθνή πραγματικότητα ασκώντας και υλοποιώντας ετεροχρονισμένα στη χώρα μας τις ιδέες του Μίλτον Φρίντμαν.
Πράγματι αυτό που ισχύει την παρούσα περίοδο στη χώρα μας, είναι η σταθερότητα μιας μακροοικονομικής πολιτικής που διεξάγεται στη σκιά του Φρίντμαν. Στο επίπεδο των τιμών, στον πληθωρισμό, στο ρόλο της κεντρικής τράπεζας και των εμπορικών τραπεζών, στον κρατικό προϋπολογισμό και βεβαίως στο ποσοστό ανεργίας…
Το κράτος στην Ελλάδα, μέσα από την αμφισβήτηση που υπέστη, από την ολομέτωπη ιδεολογική επίθεση, θεωρούμενο ως η βασική αιτία για την πτώχευση, παραμένει αδύναμο για να συμβάλει στην ανάπτυξη, με δραστηριότητες στη σφαίρα των δημοσίων επενδύσεων για “ρύθμιση”, με συμμετοχή στην παραγωγή ειδικών τομέων της οικονομίας στρατηγικής σημασίας και εθνικών σχεδιασμών.
Οι συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, σε συγκεκριμένους τομείς, αντί να ενδυναμωθούν, υφίστανται εμπόδια εισόδου και εξόδου σε αυτούς, κατάσταση που δύσκολα είναι αναστρέψιμη. Η περίπτωση της ιδιόμορφης και παγκοσμίως πρωτότυπης επιλογής, για τον τρόπο συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στη λιμενική βιομηχανία, αλλά και αλλού, είναι χαρακτηριστική. Εκεί που υπήρξε μια αγορά με χαρακτηριστικά “κρατικού ολιγοπωλίου” ή σε κάποιες περιπτώσεις και “μονοπωλίου”, αντικαθίσταται από ιδιωτικά αντίστοιχα και μάλιστα κρατικής ιδιοκτησίας άλλου κράτους, εμφανώς ή και αφανώς. Η περίπτωση του ΟΛΠ (με την κινεζικών συμφερόντων Cosco) και από ότι φαίνεται σε λίγο του λιμένος της Αλεξανδρουπόλεως (αμερικανικών συμφερόντων κονσόρτσιουμ) είναι χαρακτηριστική.
Το μόνο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που δημιουργήθηκε τελικά στην Ελλάδα, φαίνεται να είναι η μείωση του κόστους εργασίας, συμβάλλοντας σε αυτό και η αύξηση του ποσοστού της ανεργίας. Κόστος εργασίας που ούτως ή άλλως ήταν υποδεέστερο σε σχέση με το αντίστοιχο των χωρών της ΕΕ.
Στο πέρασμα αυτής της δεκαετία, σε διεθνές επίπεδο, εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι η ηγεμονία του μονεταρισμού έλαβε τέλος, αμέσως με την χρηματοοικονομική κρίση.
Η ηγεμονία που διήρκεσε από τη δεκαετία του 1980 έως το 2008. Έκτοτε όμως και ιδιαιτέρως σήμερα, η κατάσταση έχει αντιστραφεί.
Ο λόγος είναι αρκετά σαφής: η “νομισματική” πολιτική δεν κατάφερε να προβλέψει και κατά συνέπεια να αποτρέψει, τη μεγάλη ύφεση του 2008-09 και δεν κατάφερε να επιτύχει την πλήρη ανάκαμψη από αυτήν.
Σε πολλές χώρες, ακόμη και σήμερα, το μέσο πραγματικό εισόδημα εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από ό,τι ήταν πριν από 12 χρόνια.
Η περιορισμένη αξία της “νομισματικής” πολιτικής έγινε κατανοητή, στην ουσία της, όταν συγκρίθηκε αλλά και συγκρούστηκε με τα αποτελέσματα της “δημοσιονομικής” στήριξης του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα την περίοδο 2008-2009… Μια σύγκριση με μία πολύ αρνητική αποτίμηση των προγραμμάτων δημοσιονομικής λιτότητας και των αποτελεσμάτων της σε χώρες της Ευρώπης όπως η Ελλάδα.
Ας θυμηθούμε εδώ, γιατί έχει την αξία του, τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές του ΔΝΤ που διαμόρφωσαν και τα σχετικά μνημόνια.
Είναι προφανές πως ΔΝΤ και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, δεν σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν την “δημοσιονομική” πολιτική επαρκώς ως “κυκλικό εργαλείο” για την οικονομία των χωρών σε κρίση, όπως έπραξε ο Πρόεδρος Ομπάμα για να αντιμετωπίσει την αντίστοιχη κρίση στην οικονομία των ΗΠΑ.
Η αλήθεια βέβαια σήμερα είναι πως, όλο και περισσότερο, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αλλά και έγκυροι τραπεζικοί κύκλοι αναγνωρίζουν και ζητούν συνδρομή και συμβολή για τη διαχείριση των μακροοικονομικών προβλημάτων, από την “δημοσιονομική” πολιτική.
Φαίνεται λοιπόν πως όλο και περισσότερο η διεθνής οικονομική σκέψη για την άσκηση πολιτικής ξαναγυρίζει πίσω στον Κέινς.
Να κυκλοφορήσει το χρήμα για να ενεργοποιηθεί η οικονομία, η παραγωγή, η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα. Προφανώς και αυτό δεν είναι χωρίς κινδύνους… Μάλιστα σε κοινωνίες που έχουν δείξει δείγματα ανορθολογισμού στις δαπάνες, όπως αυτή της χώρα μας.
Ο ίδιος ο Κέινς είχε αναφέρει πως “…αν μπούμε στον πειρασμό να ισχυριστούμε ότι τα χρήματα είναι το ποτό που διεγείρει την οικονομική δραστηριότητα σε μια οικονομία, πρέπει να θυμόμαστε ότι μπορεί να υπάρξουν πολλά σφάλματα ανάμεσα στο ποτήρι και στο χείλος…”.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα λόγου χάρη απεδείχθη ότι “εξοικονόμησε”, στερώντας πολλά χρήματα από την πραγματική οικονομία…
Το γεγονός αυτό δεν το είδαμε μόνο στην περίπτωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, αλλά εξειδικευμένα στην Ελλάδα, που αν και αν όχι εντελώς εκτός, σε κάθε περίπτωση ήταν ο τελευταίος τροχός στην χρηματοοικονομική αυτή κρίση, καταγράφηκε πως η “διαρροές” του νομισματικού συστήματος προς τον τραπεζικό τομέα, ήταν και παραμένουν χωρίς όρια και φραγμούς.
Τόσες και τέτοιες “διαρροές” που στενάζει η πραγματική οικονομία να ανασάνει, πρώτα και κύρια λόγω αυτής της αιτίας.
Στην δύσκολη αυτή δεκαετία για την Ελλάδα, οι εμπορικές τράπεζες όχι μόνον δεν βοήθησαν για να γίνει διαχείριση της δημοσιονομικής κρίσης αλλά αποδείχθηκαν «άχρηστες» για την πραγματική οικονομία μετά την έναρξη της κρίσης, παρά το γεγονός ότι οι φορολογούμενοι έβαλαν για αυτές πολλές φορές βαθιά το χέρι στην τσέπη όπως και η κεντρική τράπεζα τους διοχέτευσε και τους επέτρεψε, σε μεγάλο βαθμό και παρά τις λαθεμένες πολιτικές τους, να διαχειρίζονται, μέχρι ενός σημείου, τεράστια, για τα δεδομένα τους, χρηματικά ποσά.
Ο κάθε σκεπτόμενος στοιχειωδώς πολίτης, αντιλαμβάνεται ότι η “νομισματική” επιβολή πολιτικών, δια μέσω των κεντρικών τραπεζών δεν βοήθησε για τη διαχείριση της κρίσης, πολύ δε περισσότερο για την υπέρβασή της. Οι Τράπεζες όχι μόνον δεν μπόρεσαν να διαδραματίσουν τον ρόλο τους αλλά αποτέλεσαν και αιτία επέκτασης του προβλήματος της οικονομικής κρίσης.
Η αντιμετώπιση στο θέμα φαίνεται πάλι να έρχεται δια μέσω της “δημοσιονομικής” πολιτικής. Φαντάζει ως η μόνη ικανή, τουλάχιστον εκ του αποτελέσματος μέχρι στιγμής, να μπορεί να αναλάβει την αποστολή της οικονομικής σταθεροποίησης, καθώς δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να το κάνουν οι κεντρικές τράπεζες, ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις όπως η Ελλάδα.
Ένας λόγος είναι γιατί με απλά λόγια, οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να ελέγξουν το συνολικό επίπεδο των δαπανών στην οικονομία, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούν να ελέγξουν το επίπεδο τιμών και το συνολικό επίπεδο παραγωγής και απασχόλησης.
Έχει όμως σημασία να εξετάσουμε προσεκτικά, διεθνώς αλλά και στη χώρα μας, τις προτάσεις για την ενίσχυση των “αυτόματων” δημοσιονομικών σταθεροποιητών, αντί να τις απορρίπτουμε με το επιχείρημα της ύπαρξης επί της παρούσης των μνημονίων, που μας δεσμεύουν και όπως υποστηρίζουν είναι κατά τη γνώμη τους “αντικίνητρα” για τον ενάρετο κύκλο της οικονομίας, μιας οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής στις συγκεκριμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, θα τις παρακάμπτουν κατά καιρούς.
Θα μπορούσε στη χώρα μας να αξιοποιήσουμε ιδέες με αποδόσεις και δοκιμασμένες από το παρελθόν, όπως π.χ. αυτήν της “εγγύησης εργασίας” του δημόσιου τομέα όπως αυτή που προβλέφθηκε από τον νόμο του 1978 Χάμφρεϊ-Χόκινς στις ΗΠΑ, όπου εξουσιοδοτήθηκε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να δημιουργήσει «αποθήκες δημόσιας απασχόλησης» για να ενεργοποιήσει τις ιδιωτικές δαπάνες.
Αυτές οι “δεξαμενές” θα αδειάζουν ή θα ξαναγεμίζουν αυτομάτως, καθώς η οικονομία θα συρρικνώνεται αντιστοίχως ή θα επεκτείνεται, δημιουργώντας έτσι έναν αυτόματο σταθεροποιητή.
Βεβαίως, τόσο ο σχεδιασμός όσο και η εφαρμογή μιας τέτοιας εγγυημένης εργασίας θα δημιουργούσαν προβλήματα. Αλλά και για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να σχεδιάσουμε την αποτελεσματική εφαρμογή τους αντιμετωπίζοντας τις υπαρκτές αρνητικές επιπτώσεις.
Βρισκόμαστε σε μια φάση που πολλοί αναλυτές την ορίζουν ως αυτήν της μεταπαγκοσμιοποίησης. Μια φάση που ολοένα και περισσότερο αναζητούνται πολιτικές ελέγχου της παγκόσμια φοροαποφυγής, με δεδομένη την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Σκέψεις για την καθιέρωση ενός ελαχίστου συνολικού φόρου για τις διεθνικού χαρακτήρα επιχειρήσεις, βρίσκονται στο προσκήνιο. Ήδη Γερμανία αλλά και Αμερική, στα πλαίσια διεθνών συναντήσεων, αποδέχονται πως οι μεγάλες διεθνικές επιχειρήσεις καταβάλλουν χαμηλό φόρο, αξιοποιώντας συχνά τη λύση των off shore. Πρόσφατα 137 χώρες, υπό την ομάδα των βιομηχανικών κρατών του ΟΟΣΑ δεσμεύθηκαν στο Παρίσι επί της αρχής για μια παγκόσμια φορολογική μεταρρύθμιση. Στόχος είναι η προσαρμογή των φορολογικών κανόνων στην ψηφιακή εποχή.
Για να μην πάει λοιπόν χαμένη μια τεράστια θυσία της Ελληνικής κοινωνίας, χρειάζεται ο σχεδιασμός του εκσυγχρονισμού και της αναδιατύπωσης των εκτός διεθνούς δικαίου δεσμεύσεων και θεσμών, που δημιούργησαν τα μνημόνια και τα ιδιότυπα “εργαλεία” ελέγχου και επιβολής νομισματικής πολιτικής που θεσμοθέτησαν, όπως αυτά της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών & Περιουσίας Α.Ε. (ΕΕΣΥΠ) και τις Θυγατρικές της, όπως το ΤΑΙΠΕΔ, (Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.).

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Καθαρές λύσεις, καθαρές απαντήσεις και προβολές στο μέλλον


Είναι δεδομένο ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αποτελεί κεντρικό θεσμό του δικαιϊκού ή δικανικού συστήματος της χώρας μας, δια του οποίου διασφαλίζεται η λειτουργία μας ως κράτος δικαίου.
Υπό αυτή την έννοια κάποια στιγμή θα αποφανθεί και θα αποσαφηνίσει “γκρίζες ζώνες”, που το εγχώριο σύστημα δημιουργεί.
Το ΣτΕ με πρόσφατη απόφαση του έκρινε συνταγματική την αφαίρεση της "ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης" από αποστολή του Υπουργείου Παιδείας.
Ενδιαφέρουσα απόφαση που προσδιορίζει πλαίσια για την άσκηση πολιτικής της εκτελεστικής εξουσίας.
Τον προηγούμενο όμως Σεπτέμβριο, το ίδιο Σώμα, το ΣτΕ, με άλλη απόφαση του, έκρινε ως αντισυνταγματικές τις αλλαγές στο πρόγραμμα σπουδών των Θρησκευτικών, κρίνοντας ότι στόχος του μαθήματος θα πρέπει να είναι η "ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης".
Με αυτή την απόφαση διαμόρφωσε τις σχετικές εγκυκλίους, προς τους θεσμούς εκπαίδευσης, η υπουργός επί της Παιδείας κα Κεραμέως.
Δεν έχει σημασία η δική μας συμφωνία με την μια ή την άλλη απόφαση (αν και προφανής η θετική αποδοχή της τελευταίας). Αλλά εδώ έχουμε, στην καλύτερη περίπτωση, ένα σχιζοφρενές πλαίσιο να διαχειριστούμε.
Πρόκειται για δύο διαφορετικές αποφάσεις, κατά τη ταπεινή μας γνώμη, αντιφατικές μεταξύ τους, με τις οποίες το Υπουργείο Παιδείας καλείται να συμμορφωθεί και να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα.
Υποστηρίζουμε πως σε τέτοια λεπτά θέματα, που δημιουργούν διχαστικά και εν πολλοίς αποπροσανατολιστικά διλλήματα στη κοινωνία μας, όπως αυτά που σχετίζονται με τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, θα πρέπει να υπάρχουν ξεκάθαρες και όχι για κάθε χρήση, απαντήσεις.
Προφανώς και υποχρέωση της Πολιτικής πρέπει να είναι η αποσαφήνιση των όρων δια μέσω της Συνταγματικής διευθέτησης.
Επιλογή που δυστυχώς δεν προκρίθηκε στην πρόσφατη Συνταγματική Αναθεώρηση.
Για να μην εξαρτάται λοιπόν ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης αλλά και η προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών από τους εκάστοτε συσχετισμούς στα εν λόγω όργανα της Δικαιοσύνης, η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αποτελεί επιλογή υπέρβασης των ελληνικών παθογενειών και στρεβλώσεων.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Τα Μνημόνια Απέτυχαν. Ας Ελαχιστοποιήσουμε τη Ζημία.

Τελικά τα Προγράμματα/Μνημόνια πέτυχαν;
Η γνώμη μου είναι, δυστυχώς, "ΟΧΙ"...
Προφανώς συνέβαλλαν καθοριστικά να μην πέσει η χώρα στα βράχια...
Αλλά η προσπάθεια για διαρθρωτικές αλλαγές φαίνεται να είναι θνησιγενής και η διαρθρωτική προσαρμογή της χώρας υπό υπονόμευση.
Στα όποια πρώτα βήματα, που έγιναν, αρχίζει πάλι η υπαναχώρηση.
Δεν δικαιολογούμαστε να είμαστε ανυποψίαστοι, βλέποντα τα πράγματα με τον στρεβλό φακό μια φτιασιδωμένης και ψεύτικης αισιοδοξίας.
Δυστυχώς στη φάση της “μεταμνημονιακής περιόδου” δεν διακρίνουμε την ιδανική αφετηρία για μια νέα εποχή, που αφήνει πίσω τις πικρές ημέρες των μνημονίων και τους λόγους που μας έφεραν σε αυτά.
Ακούμε όλο και περισσότερο από κυβερνητικά στελέχη ότι ήρθε η στιγμή, με την παρούσα κυβέρνηση, να “ανακουφιστεί” ο κόσμος από τα δεινά του μνημονίου και επιτέλους να αρχίσει να ζει καλύτερα, με κάποια αύξηση συντάξεων, μισθών και επιδομάτων παράλληλα με την μείωση της φορολογίας.
Αν επιχειρήσουμε μια ανασκόπηση της δεκαετίας εύκολα θα διακρίνουμε ότι δεν “εκριζώσαμε” τις αιτίες που έφεραν την κρίση, όχι μόνον γιατί δεν θεμελιώσαμε μια οικονομία που θα διασφαλίζει τις συντάξεις των απομάχων και την προοπτική των νέων, αλλά γιατί ακόμη και κάποιες μεταρρυθμίσεις, χωρίς δημοσιονομικό κόστος, που σχεδιάστηκαν ή υπονομεύονται η περιθωριοποιούνται, ως επιλογή.
Το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να βρίσκεται στα ύψη, προκαλώντας ανασφάλεια για το μέλλον.
Το τραπεζικό σύστημα στέκεται μεν όρθιο αλλά ακόμη δεν μπορεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες των επιχειρήσεων.
Ποιοι είναι κάποιοι από τους λόγους αυτής της αποτυχίας;
Αρχικά οι συνταγές, που μας επέβαλλαν οι δανειστές, δεν φαίνεται να ήταν στο σύνολό τους οι ενδεδειγμένες. Αλλά και όσες από αυτές κρίθηκαν ως σημαντικές και χρήσιμες, το πολιτικό σύστημα αρνήθηκε, σχεδόν στο σύνολό του, να τις “υιοθετήσει” και να τις υλοποιήσει.
Με ένα αυξανόμενο αριθμό, ως λωτοφάγοι (εν τέλει λαϊκιστών), πολιτικών να επαναφέρουν θεωρίες “ελέγχου των συνωμοτών” που δημιούργησαν τις συνθήκες κρίσης και να υπόσχονται την σταδιακή επάνοδο σε συνθήκες της προ κρίσης περιόδου, χωρίς θυσίες, προσπάθειες και κρατικό σχεδιασμό, η πλειοψηφία των πολιτών άρχισε πάλι να στέκεται επιφυλακτική για την ανάγκη και σημασία αυτών των μεταρρυθμίσεων.
Ιδιαιτέρως η “αδύναμη” αυτή μεταρρυθμιστική προσπάθεια φαίνεται να υπονομεύεται ακόμη περισσότερο από τους εξωτερικούς "κινδύνους της χώρας", λόγω των ανοιχτών εθνικών θεμάτων με τον “δύσκολο” γείτονά μας.
Το κράτος μέσα από την αμφισβήτηση που υπέστη, από την ολομέτωπη ιδεολογική επίθεση, θεωρούμενο ως η βασική αιτία για την πτώχευση, παραμένει ανοργάνωτο και αδύνατο να συμβάλει στην ανάπτυξη, με δραστηριότητες στη σφαίρα των δημοσίων επενδύσεων για ρύθμιση, με συμμετοχή, στην παραγωγή ειδικού τομέα και επιλογή υπηρεσιών και αγαθών.
Οι συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού δεν είναι κατεκτημένες ακόμη σε πολλές αγορές και τομείς της οικονομίας, εξακολουθώντας να υπάρχουν εμπόδια από την ολιγοπωλιακή ή και ολιγοψωνιστική μορφή των συγκεκριμένων αυτών αγορών.
Στη Δικαιοσύνη ζούμε την δημοσιοποίηση των δυνατοτήτων παρέμβασης εξωθεσμικών παραγόντων, όπως π.χ. στην περίπτωση με τους Εισαγγελείς διαφθοράς, όπου γίνεται εμφανέστατη η ανάγκη μεταρρυθμιστικής παρέμβασης για να μην αποτελούν το “μακρύ χέρι” παρακρατικών πρακτικών, ιδιοτελών πολιτικών χειρισμών και εργαλεία καθεστωτικών ομάδων συμφερόντων. Η δυναμική, ακόμη και με βίαιο τρόπο, μηχανοργάνωσης και όχι απλής μηχανογράφησης της, είναι βασικός παράγοντας αποτελεσματικής λειτουργίας της, χωρίς την απίστευτη καθυστέρηση στις αποφάσεις, έτσι ώστε να μην υπονομεύεται ούτε η οικονομία ούτε το κράτος δικαίου…
Το μόνο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που δημιουργήσαμε είναι η μείωση του κόστους εργασίας, που προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης προσπάθεια εσωτερικής υποτίμησης με επίδραση μόνο στο κόστος εργασίας που ούτως ή άλλως ήταν υποδεέστερο σε σχέση με αυτό στις άλλες χώρες της ΕΕ.
Μας έμεινε όμως δυστυχώς "αμανάτι" και κάτι άλλο, για πολλές επόμενες γενιές. Η παγκοσμίως πρωτότυπη διαδικασία “υποδούλωσης” μια χώρας από ξένα κέντρα…
Αυτό που ειρωνικά ονομάστηκε ως Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών & Περιουσίας Α.Ε. (ΕΕΣΥΠ) με τις Θυγατρικές της το ΤΑΙΠΕΔ, (Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.), την ΕΤΑΔ , (Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.), το ΤΧΣ, (Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) και τις Συμμετοχές της σε αριθμό Δημόσιων Επιχειρήσεων (από 01.01.2018).
Η δικαιολογία ύπαρξης και λειτουργίας αυτού του "εργαλείου εξάρτησης" της χώρας, ήταν η συμβολή στην ενδυνάμωση και αξιοποίηση δομών και παγίων, από την περιουσία του ελληνικού κράτους, δια του "εμβολιασμού" του management με την κουλτούρα των ιδιωτικών κριτηρίων.
Δυστυχώς το μόνο που στρατηγικά βλέπουμε να ασχολούνται είναι η εκποίηση δημόσιας περιουσίας προς τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό δεν προκαλεί νέες επενδύσεις. Ούτε ενεργοποιεί αποτελεσματικά τις όποιες από αυτές τις επιχειρήσεις παραμένουν στο δημόσιο.
Το χειρότερο δε είναι ότι αντιλαμβάνονται τα πάντα ως Real Estate…
Το ακόμη χειρότερο όμως είναι ότι στο πολιτικό σύστημα δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια η σκέψη να "αγγίξουμε" αυτήν την συμφωνία θεσμοθέτησης των συγκεκριμένων μηχανισμών “υποδούλωσης” της χώρας μας, σε μια προοπτική επαναδιαμόρφωσης, με τους εταίρους, των όρων και των πλαισίων λειτουργίας τους.
Για να μην πάει λοιπόν χαμένη μια τεράστια θυσία της Ελληνικής κοινωνίας, χρειάζεται να μην υπάρχει εφησυχασμός από την μια, αλλά και επιμονή στις μεταρρυθμίσεις από την άλλη. Ο σχεδιασμός του εκσυγχρονισμού και της αναδιατύπωσης των εκτός διεθνούς δικαίου δεσμεύσεων και θεσμών, που δημιούργησαν τα μνημόνια, είναι εργαλεία για να ελπίσουμε ότι μπορεί να "πιάσει τόπο" η δεκαετής θυσία.

Αμερικανικά πανεπιστήμια και το πραγματικό διακύβευμα των διαμαρτυριών.

  Περίπου 70 φοιτητές του Columbia αποφάσισαν, το πρωινό της 17 ης Απριλίου, να κατασκηνώσουν στο γρασίδι της πανεπιστημιούπολης, απαιτώντα...