Η Ελλάδα διάλεξε λάθος πλευρά της Ιστορίας στον Διεθνή
Ναυτιλιακό Οργανισμό
Υπάρχουν
στιγμές στη διεθνή πολιτική που δεν μετριούνται με ψήφους, αλλά με απουσίες.
Η πρόσφατη συνεδρίαση του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO), όπου
αναβλήθηκε η απόφαση για την υιοθέτηση του Net-Zero Framework, ήταν μια τέτοια
στιγμή. Η αποχή της Ελλάδας από την κρίσιμη ψηφοφορία στον Διεθνή Ναυτιλιακό
Οργανισμό (IMO) πριν από λίγες ημέρες είναι μια τέτοια στιγμή. Δεν ήταν μια
απλή διαδικαστική στάση. Ήταν μια πολιτική επιλογή με βαρύ συμβολισμό — και με
ακόμη βαρύτερες συνέπειες για το διεθνές κύρος της χώρας, για την ευρωπαϊκή
συνοχή και για τη μάχη ενάντια στην κλιματική κρίση.
Η απαξίωση ενός θεσμού
Η συνεδρίαση
του IMO, που επρόκειτο να επικυρώσει το λεγόμενο Net-Zero Framework,
εξελίχθηκε σε διπλωματικό θρίλερ. Αντί για συναίνεση, επικράτησε ένα πρωτοφανές
κύμα πιέσεων, παρεμβάσεων και παρασκηνιακών συνεννοήσεων που τελικά οδήγησαν σε
αναβολή της απόφασης.
Η αναβολή αυτή, σύμφωνα με τις Financial Times, ήταν αποτέλεσμα μιας
«οργανωμένης πίεσης» εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών και μιας συμμαχίας χωρών
με ισχυρά ενεργειακά συμφέροντα, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία. Το Politico
αποκάλυψε ότι Αμερικανοί αξιωματούχοι έφτασαν στο σημείο να απειλήσουν αντιπροσώπους μικρών κρατών αλλά και Ευρωπαίους διπλωμάτες με αντίποινα, εάν επέμεναν στην επιβολή ενός
παγκόσμιου μηχανισμού τιμολόγησης του άνθρακα στη ναυτιλία.
Οι καταγγελίες
αυτές, επιβεβαιωμένες και από πηγές του Reuters, προκαλούν σοκ: ποτέ
άλλοτε η διαδικασία ενός διεθνούς οργανισμού δεν είχε τόσο ωμά υποκατασταθεί
από μια άσκηση γεωπολιτικής ισχύος. Ο IMO, ένας θεσμός που δημιουργήθηκε για να
συνενώνει τα κράτη στη ρύθμιση της ναυτιλίας με κριτήριο την ασφάλεια και τη
βιωσιμότητα, μετατράπηκε σε πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στα συμφέροντα των
ορυκτών καυσίμων και στις φιλοδοξίες της πράσινης μετάβασης.
Η εικόνα της
διαδικασίας ήταν αποκαρδιωτική. Οι πιέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών — σύμφωνα με
πληθώρα διεθνών δημοσιευμάτων — ξεπέρασαν στα διπλωματικά όρια και έφτασαν σε
αυτά του εκβιασμού. Διπλωμάτες μικρών κρατών αλλά ακόμη και της Ε.Ε. δέχτηκαν
απειλές για κυρώσεις, περιορισμούς θεωρήσεων και εμπορικά αντίποινα,
προκειμένου να μπλοκάρουν τη θέσπιση ενός παγκόσμιου μηχανισμού τιμολόγησης του
άνθρακα στη ναυτιλία. Οι χώρες-παραγωγοί ορυκτών καυσίμων, με τη Σαουδική
Αραβία να ηγείται, βρήκαν κατοχύρωσαν για ακόμη μια φορά τα συμφέροντά τους και
τα κέρδη τους. Το αποτέλεσμα ήταν μια αναβολή που μεταφράζεται σε χρόνια
καθυστέρησης για την παγκόσμια δράση ενάντια στην κλιματική κρίση.
Η αποχή που μετρά σαν ψήφος
Μέσα σε αυτό
το σκηνικό, η Ελλάδα — μαζί με την Κύπρο — επέλεξε την αποχή.
Στην πράξη, αυτή η αποχή λειτούργησε υπέρ της αναβολής. Κι αυτό το γνωρίζουν
όλοι οι διπλωμάτες που συμμετείχαν στη διαδικασία.
Η Lloyd’s
List, η πιο έγκυρη φωνή της ναυτιλιακής δημοσιογραφίας, μετέφερε την οργή
αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίοι μιλούν για «διάρρηξη της
ευρωπαϊκής ενότητας» και εξετάζουν ακόμη και το ενδεχόμενο νομικών κινήσεων
κατά των δύο χωρών. Το άρθρο υπό τον τίτλο “Furious officials consider legal
action after Greece and Cyprus break EU unity at IMO” περιγράφει με
αφοπλιστική σαφήνεια την έκταση της δυσαρέσκειας.
Η αποχή,
επομένως, δεν ήταν μια πράξη ουδετερότητας. Ήταν μια πράξη ευθυγράμμισης με το
μπλοκ των ΗΠΑ, των πετρελαιοπαραγωγών και των χωρών που επιδιώκουν τη διατήρηση
του status quo στη ναυτιλία και την αδράνεια στο κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής.
Δεν πρόκειται
για μια γραφειοκρατική λεπτομέρεια. Πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή:
η Ελλάδα, μέλος της Ε.Ε. και συνδιαμορφωτής του ευρωπαϊκού Green Deal, ευθυγραμμίστηκε
ουσιαστικά με την Ουάσιγκτον του Τραμπ, με τη Σαουδική Αραβία και
άλλους εξαγωγείς ορυκτών καυσίμων, καθώς και με τα ναυτιλιακά λόμπι που
βλέπουν κάθε ρύθμιση ως απειλή στα κέρδη τους.
Σε αυτό το
σκηνικό, η Ελλάδα — η χώρα με μεγάλη εμπορική ναυτιλία στον κόσμο και μέλος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης — επέλεξε να απέχει. Μαζί με την Κύπρο, αποστασιοποιήθηκε από
την κοινή ευρωπαϊκή θέση και ευθυγραμμίστηκε, με το μέτωπο των Ηνωμένων
Πολιτειών και των πετρελαιοπαραγωγών κρατών. Ήταν μια επιλογή που σόκαρε τους
ευρωπαίους εταίρους και προκάλεσε κύμα αγανάκτησης στις Βρυξέλλες, όπως
αποκάλυψαν τα ρεπορτάζ των Lloyd’s List, Financial Times και Reuters.
Η επιλογή αυτή
δεν είναι απλώς ηθικό ολίσθημα· είναι στρατηγικό λάθος.
Η Ελλάδα, χώρα που εξαρτά την ασφάλειά της από την ευρωπαϊκή συνοχή, και
την επιρροή της από την ήπια ισχύ των διεθνών θεσμών, υποτάσσει σήμερα
αυτά τα δύο θεμέλια — Ευρώπη και ΟΗΕ — στις πιέσεις των πλοιοκτητών και
των πετρελαιοπαραγωγών.
Με το να
αποδυναμώνει τα πρωτόκολλα λειτουργίας του IMO, η Ελλάδα πριονίζει το ίδιο
το θεσμικό κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται: το δίκαιο της θάλασσας, την
πολυμερή διακυβέρνηση, την ισορροπία ισχύος στους διεθνείς οργανισμούς.
Η στάση αυτή
δεν είναι απλώς μια διπλωματική διαφοροποίηση. Είναι μια πολιτική και ηθική
αποστασία.
Από τη σύμπλευση στην αποστασία
Η στάση αυτή
αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα, αν συγκριθεί με τη θέση που είχε κρατήσει η
Ελλάδα λίγους μήνες νωρίτερα, στην εαρινή συνεδρίαση του IMO. Τότε, η ελληνική
αντιπροσωπεία είχε συνταχθεί με την ευρωπαϊκή γραμμή που στήριζε την πρόταση
της Επιτροπής για ένα ρεαλιστικό, αλλά δεσμευτικό πλαίσιο μετάβασης της
ναυτιλίας σε μηδενικές εκπομπές.
Τι άλλαξε;
Σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, ο παράγοντας που έγειρε την πλάστιγγα ήταν η
πίεση της ελληνικής πλοιοκτησίας. Ενώσεις και εκπρόσωποι μεγάλων
ναυτιλιακών συμφερόντων υποστήριξαν ότι ο παγκόσμιος φόρος άνθρακα θα
δημιουργούσε «στρεβλώσεις ανταγωνισμού» και ότι η Ε.Ε. επιχειρεί να επιβάλει
κανόνες στους οποίους η ναυτιλία δεν είναι έτοιμη να ανταποκριθεί.
Το επιχείρημα
αυτό, επαναλαμβανόμενο επί δεκαετίες, προσφέρει άλλοθι, όχι λύση. Γιατί το
πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η ταχύτητα της μετάβασης, αλλά η απουσία
δέσμευσης. Κι όταν η χώρα που ελέγχει μεγάλο ποσοστό χωρητικότητας της
παγκόσμιας χωρητικότητας δηλώνει αποχή, το μήνυμα που εκπέμπει είναι ότι η
ηγεσία της ναυτιλίας επιλέγει το “το στρίβειν αντί του αρραβώνος” και την
ανάληψη της απαιτούμενης ηγετικής ευθύνης.
H αναβολή αυτή
δημιουργεί ένα κενό πολιτικής που αυξάνει τον κίνδυνο ρυθμιστικού
κατακερματισμού. Με το Net-Zero Framework σε
εκκρεμότητα, οι περιφερειακές πρωτοβουλίες επιταχύνουν ανεξάρτητα:
Η Ευρωπαϊκή
Ένωση έχει ήδη εντάξει τη ναυτιλία στο σύστημα εμπορίας εκπομπών (EU ETS) από τον
Ιανουάριο του 2024, το οποίο θα ολοκληρωθεί πλήρως έως το 2026. Η Ασία
(Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Κίνα) επενδύει σε υποδομές εναλλακτικών καυσίμων και
“πράσινους θαλάσσιους διαδρόμους”. Οι ΗΠΑ απορρίπτουν έναν εθνικό φόρο άνθρακα,
αλλά χρηματοδοτούν εκτεταμένα έργα ηλεκτροδότησης λιμένων μέσω του Port Infrastructure Development Program (PIDP). Η Σαουδική
Αραβία, στο πλαίσιο του Vision 2030, προωθεί την ανάπτυξη
τεχνολογιών υδρογόνου και δέσμευσης άνθρακα, φιλοδοξώντας να εξελιχθεί σε
προμηθευτή «χαμηλού άνθρακα» ενέργειας για τις διεθνείς αγορές.
Χωρίς έναν
ενιαίο παγκόσμιο μηχανισμό τιμολόγησης άνθρακα, η ναυτιλία οδεύει προς μια
πολυκεντρική ρυθμιστική πραγματικότητα, όπου οι πλοιοκτήτες θα πρέπει να
συμμορφώνονται με διαφορετικά συστήματα ανάλογα με την περιοχή δραστηριότητας
τους.
Έχουμε έναν κόσμο
που αλλάζει με ταχύτητα. Η Ευρώπη κινείται, η Κίνα επενδύει μαζικά σε πράσινη
τεχνολογία, ακόμη και οι μεγάλες πετρελαϊκές αναδιαμορφώνουν το αφήγημά τους.
Μόνο η Ελλάδα, η χώρα με τη μεγαλύτερη ναυτική ιστορία, δείχνει να μένει
πίσω, εγκλωβισμένη στην προστασία ενός μοντέλου που φθίνει.
Η διπλωματική ζημία
Η απόφαση αυτή
είχε και βαρύ διπλωματικό κόστος.
Η Ελλάδα, που τα τελευταία χρόνια προβαλλόταν ως πυλώνας ευρωπαϊκής
σταθερότητας και νηφαλιότητας, εμφανίστηκε ξαφνικά ως απρόβλεπτος εταίρος.
Η Ελλάδα, η οποία την άνοιξη είχε συνταχθεί με την πρόταση της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής για τη διαμόρφωση ενός ρεαλιστικού, αλλά δεσμευτικού πλαισίου
απανθρακοποίησης της ναυτιλίας, υποχώρησε τώρα κάτω από το βάρος των εσωτερικών
πιέσεων της ναυτιλιακής της ελίτ. Μιας ελίτ που, ενώ επωφελείται από την
ευρωπαϊκή οικονομική και θεσμική ασφάλεια, επιμένει να αντιμετωπίζει κάθε
περιβαλλοντικό κανόνα ως απειλή στα συμφέροντά της.
Στις
Βρυξέλλες, η αποχή ερμηνεύτηκε ως αποστασιοποίηση από την κοινή γραμμή και ως
σαφές μήνυμα ότι τα εθνικά συμφέροντα — ή μάλλον τα συμφέροντα συγκεκριμένων
οικονομικών ομάδων — υπερισχύουν των συλλογικών ευρωπαϊκών δεσμεύσεων.
Η ελληνική
αποχή παρουσιάστηκε ως «ρεαλισμός». Ωστόσο, ο ρεαλισμός δεν είναι συνώνυμος με
τον κυνισμό. Δεν μπορεί να σημαίνει ότι, για να προστατεύσουμε τα βραχυπρόθεσμα
κέρδη μιας βιομηχανίας, θα θυσιάσουμε τη συλλογική προσπάθεια του πλανήτη να
επιβιώσει. Η επιλογή της Ελλάδας δεν ήταν τεχνική — ήταν βαθύτατα πολιτική. Και
το πολιτικό της αποτύπωμα είναι βαρύ: αποδυναμώνει την ευρωπαϊκή συνοχή,
αποξενώνει συμμάχους και ενισχύει τη ρητορική όσων βλέπουν την κλιματική
μετάβαση ως «απειλή» και όχι ως ευκαιρία.
Από την πλευρά
των Ηνωμένων Πολιτειών, το μήνυμα ήταν διαφορετικό: η Ουάσιγκτον χαιρέτισε την
«πραγματιστική στάση» της Ελλάδας, αλλά κανείς δεν αγνοεί ότι το χειροκρότημα
αυτό προέρχεται από μια κυβέρνηση που προετοιμάζεται για επιστροφή Τραμπικού
προστατευτισμού. Το να συνταχθεί η Αθήνα με αυτό το μπλοκ, έστω και συγκυριακά,
είναι λάθος στρατηγικής και ιστορικής εμβέλειας.
Στην πράξη, η
Ελλάδα συντάχθηκε — έστω σιωπηρά — με το στρατόπεδο του Τραμπισμού, των πετρελαιοπαραγωγών
χωρών και της διεθνούς ναυτιλιακής ολιγαρχίας που αντιστέκεται
λυσσαλέα σε κάθε ρύθμιση για τη μείωση εκπομπών. Και το έκανε, εις βάρος των
δικών της γεωστρατηγικών συμφερόντων, εις βάρος της ευρωπαϊκής συνοχής, εις
βάρος της θεσμικής υπόστασης των ίδιων των οργάνων του ΟΗΕ.
Η ηθική διάσταση
Το
τραγικότερο, ωστόσο, είναι ότι όλη αυτή η διαδικασία ανέδειξε μια βαθύτερη θεσμική
παρακμή. Οι διεθνείς οργανισμοί που ιδρύθηκαν για να συντονίζουν πολιτικές
προς όφελος του κοινού καλού — από τον ΟΗΕ μέχρι τον IMO — φαίνεται πως χάνουν
τον ρόλο τους μέσα σε ένα σύστημα που προκρίνει τη δύναμη έναντι του κανόνα. Η
θλίψη δεν αφορά μόνο το αποτέλεσμα, αλλά και τον τρόπο: η απουσία διαφάνειας,
οι κλειστές συμμαχίες, οι πιέσεις πίσω από κλειστές πόρτες.
Στην πράξη, καταργήθηκε
κάθε πρωτόκολλο θεσμικής ευπρέπειας. Κράτη απείλησαν άλλα κράτη,
επιχειρηματικά λόμπι καθόρισαν γραμμές ψηφοφορίας και ο ίδιος ο θεσμός της
διεθνούς συνεννόησης υπέστη πλήγμα στην αξιοπιστία του.
Υπάρχει λοιπόν
κάτι βαθύτερο, πέρα από την πολιτική διάσταση: η θεσμική παρακμή που
αποκαλύφθηκε στον IMO. Όταν οι διεθνείς οργανισμοί, αντί να αποτελούν πεδίο
συνεννόησης, μετατρέπονται σε σκηνή ωμής γεωπολιτικής αντιπαράθεσης, τότε η
ίδια η έννοια της διεθνούς διακυβέρνησης υπονομεύεται. Το μήνυμα που εκπέμφθηκε
είναι ότι οι κανόνες γράφονται ξανά — όχι από τη συλλογική βούληση, αλλά από
εκείνον που έχει μεγαλύτερη ενεργειακή επιρροή και τελικά δύναμη.
Στον κόσμο που
αναδύεται, η κλιματική πολιτική είναι ο νέος καθρέφτης της δημοκρατίας. Όποιος
κλείνει τα μάτια στην ευθύνη του, δεν προστατεύει την οικονομία του· απλώς
καθυστερεί το αναπόφευκτο και μεταθέτει το κόστος στις επόμενες γενιές. Η
Ελλάδα όφειλε να είναι φάρος νηφαλιότητας και πρωτοβουλίας. Αντ’ αυτού, έγινε
σύμβολο της αμηχανίας και του βραχυπρόθεσμου υπολογισμού.
Η Ελλάδα στη λάθος πλευρά
Για την
Ελλάδα, αυτή η εξέλιξη συνιστά μια στρατηγική οπισθοχώρηση. Αντί να
πρωταγωνιστήσει στη διαμόρφωση των κανόνων για τη ναυτιλία του μέλλοντος,
εγκλωβίστηκε στην υπεράσπιση μιας βιομηχανίας που φοβάται να αλλάξει. Αντί να
εκπέμψει το μήνυμα της πράσινης ναυτιλίας, εξέπεμψε σήμα πολιτικού φόβου και
οικονομικού συντηρητισμού.
Η Ελλάδα, που
ιστορικά υπερηφανευόταν ότι οικοδομεί γέφυρες ανάμεσα στην Ευρώπη και τη διεθνή
ναυτιλία, σήμερα βρίσκεται εκτεθειμένη. Η επιλογή της αποχής δεν την
προστάτεψε· την απομόνωσε. Την εμφάνισε ως δύναμη που διστάζει να υπερασπιστεί
τις αξίες που υποτίθεται ότι μοιράζεται με την Ευρώπη: τη διαφάνεια, την
ευθύνη, την πίστη στους θεσμούς. Και το χειρότερο — την εμφάνισε να
συντάσσεται, έστω και άρρητα, με την επιστροφή του Τραμπικού καιροσκοπισμού στη
διεθνή σκηνή.
Θλίψη, γιατί χάθηκε μια ευκαιρία να
αποδειχθεί ότι η ναυτιλία μπορεί να ηγηθεί της μετάβασης και γιατί το
περιστατικό αυτό δεν αφορά μόνο τη ναυτιλία. Αφορά το ίδιο το μέλλον της
διεθνούς συνεννόησης. Αν οι θεσμοί που κάποτε δημιουργήθηκαν για να
προστατεύουν το συλλογικό συμφέρον γίνονται πλέον εργαλεία πίεσης και αναβολής,
τότε χάνουμε κάτι πιο ουσιαστικό από μια ψηφοφορία — χάνουμε την πίστη μας στη
δυνατότητα του κόσμου να συνεννοηθεί.
Αγανάκτηση, γιατί οι θεσμοί που χτίστηκαν για να προστατεύουν το συλλογικό
καλό μετατράπηκαν σε εργαλεία πιέσεων και φοβίας.
Και αν κάτι οφείλουμε να θυμόμαστε από αυτή τη συνεδρίαση, είναι ότι η αποχή
είναι συγκεκριμένη επιλογή. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν η πιο οδυνηρή
από όλες. Γιατί η Ελλάδα, χώρα με μακραίωνη ναυτική παράδοση και ευρωπαϊκή
ταυτότητα, δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Δεν ήταν απλώς απούσα· ήταν παρούσα
στη λάθος πλευρά.
Κάποιοι μπορεί να το αποκαλέσουν ρεαλισμό.
Η Ιστορία, ωστόσο, θα το θυμάται ως δειλία.
Και το τίμημα
είναι διπλό:
– Πρώτον, διπλωματικό, καθώς η χώρα απομονώνεται εντός της Ε.Ε. σε ένα
ζήτημα υψηλής πολιτικής σημασίας.
– Δεύτερον, ηθικό, καθώς η Ελλάδα εμφανίζεται να εγκαταλείπει το όραμα
της βιωσιμότητας, συντασσόμενη με τον Τραμπικό κυνισμό και τα πετρελαϊκά λόμπι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου