Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

Να βάλουμε ένα τέλος στην ανεξέλεγκτη αποκλειστικότητα του ΥπερΤαμείου στην διαχείριση της δημόσιας περιουσίας.

Η δημόσια περιουσία μιας χώρας δεν είναι απλώς ένα άθροισμα υποδομών, ακινήτων ή επιχειρήσεων. Είναι ο συλλογικός πλούτος ενός λαού, το θεμέλιο της εθνικής κυριαρχίας και το υλικό υπόβαθρο της δημοκρατίας.

Δεκαπέντε χρόνια μετά την επιβολή των μνημονιακών δεσμεύσεων, η Ελλάδα εξακολουθεί να ζει υπό τη σκιά θεσμών που δημιουργήθηκαν σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας και εθνικής εξάρτησης. Ένας από αυτούς, το λεγόμενο Υπερταμείο —ή αλλιώς Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ)— συγκεντρώνει σήμερα έναν τεράστιο όγκο δημόσιας περιουσίας, με εντολή διαχείρισης και αξιοποίησης σύμφωνα με τις «βέλτιστες πρακτικές» που επιβλήθηκαν από τους θεσμούς.

Από το 2012 και οριστικά το 2016 και εξής, η διαχείριση αυτού του πλούτου μεταφέρθηκε, σταδιακά, σε έναν θεσμό που λειτουργεί εκτός ουσιαστικού κοινοβουλευτικού ελέγχου: το Υπερταμείο.

Με τον νόμο του 2024, που κατήργησε και ενσωμάτωσε το ΤΑΙΠΕΔ στο Υπερταμείο, η χώρα βρέθηκε ενώπιον ενός θεσμού με τεράστιες αρμοδιότητες αλλά ελάχιστη δημοκρατική λογοδοσία.

Το ΤΑΙΠΕΔ, άλλωστε, είχε ιδρύθεί με μοναδικό σκοπό την εκποίηση δημόσιας περιουσίας, υπό το πρόσχημα της προσέλκυσης επενδύσεων και της μείωσης του δημόσιου χρέους. Στην πράξη, όμως, λειτούργησε ως μηχανισμός μεταβίβασης στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού λαού σε ξένα συμφέροντα, συχνά σε τιμές που δεν ανταποκρίνονταν ούτε καν στην αντικειμενική αξία τους.

Η εμπειρία των τελευταίων ετών αποδεικνύει ότι η λειτουργία του Υπερταμείου παραμένει εγκλωβισμένη στη λογική εκείνου του «αποικιοκρατικού» θεσμού. Οι προτεραιότητες καθορίζονται όχι από τις κοινωνικές ανάγκες ή το δημόσιο συμφέρον, αλλά από οικονομικούς δείκτες και αποδόσεις που εξυπηρετούν τις δεσμεύσεις προς τους δανειστές. Η ελληνική κυβέρνηση —όποια κι αν είναι— περιορίζεται συχνά στον ρόλο του θεατή, ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση κριτήρια «αποδοτικότητας» και όχι κοινωνικής ωφέλειας.

Αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να συνεχιστεί αδιαμφισβήτητα. Η Ελλάδα του 2025 δεν είναι η Ελλάδα του 2010. Έχοντας αποδείξει δημοσιονομική σταθερότητα και θεσμική ωριμότητα, η χώρα έχει κάθε δικαίωμα —και υποχρέωση— να επανεξετάσει τη συμφωνία με τους θεσμούς ως προς τη δομή, τις αρμοδιότητες και τη στοχοθεσία του Υπερταμείου. Το αίτημα δεν είναι απλώς οικονομικό· είναι ζήτημα εθνικής κυριαρχίας και δημοκρατικής λογοδοσίας.

Ένα νέο θεσμικό πλαίσιο πρέπει να διασφαλίζει ότι:

·       Η δημόσια περιουσία θα αξιοποιείται με όρους κοινωνικού οφέλους και βιώσιμης ανάπτυξης, όχι απλώς οικονομικής εκποίησης.

·       Οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με διαφάνεια και λογοδοσία απέναντι στο Κοινοβούλιο και την κοινωνία.

·       Θα υπάρχει σαφής εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός για τις υποδομές, τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και τους φυσικούς πόρους — και όχι αποσπασματικές κινήσεις με γνώμονα το πρόσκαιρο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.

Η επανδιαπραγμάτευση με τους θεσμούς για το ρόλο του Υπερταμείου δεν είναι πράξη αμφισβήτησης της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας· είναι πράξη ωριμότητας και αυτοπροσδιορισμού. Η Ελλάδα πρέπει να ανακτήσει τον έλεγχο των εργαλείων που καθορίζουν το αναπτυξιακό της μέλλον — και να αποτινάξει, επιτέλους, την αποικιοκρατική λογική που σφράγισε την περίοδο των μνημονίων.

Αυτή η θεσμική ασυλία, που δεν συναντάται σε κανένα άλλο όργανο διαχείρισης δημόσιας περιουσίας στην Ευρώπη, δημιουργεί ένα περιβάλλον αδιαφάνειας, ανισότητας και υπονόμευσης του δημοσίου συμφέροντος. Οι πρόσφατες αποφάσεις —όπως η παραχώρηση λιμανιών σε ιδιώτες με ασαφή οικονομικά οφέλη για το κράτος ή το κλείσιμο καταστημάτων των Ελληνικών Ταχυδρομείων στην περιφέρεια, με σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις— αναδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος.

Το Υπερταμείο, όπως λειτουργεί σήμερα, δεν υπηρετεί ούτε την ανάπτυξη ούτε τη διαφάνεια, αλλά ένα μοντέλο διαχείρισης που αποξενώνει το κράτος από τον δημόσιο πλούτο του και μετατρέπει την οικονομική πολιτική σε τεχνοκρατική διαχείριση «χαρτοφυλακίων». Αυτή η κατάσταση δεν είναι απλώς θεσμικά στρεβλή — είναι δημοκρατικά ανεπίτρεπτη.


Η θεσμική αντίφαση του Υπερταμείου

Το Υπερταμείο συγκεντρώνει τη διαχείριση επιχειρήσεων, υποδομών και ακινήτων του Δημοσίου, με στόχο –τυπικά– την «αξιοποίηση» και τη βελτίωση της αποδοτικότητας.

Όμως, πίσω από τη ρητορική της τεχνοκρατίας, κρύβεται μια βαθιά θεσμική αντίφαση: ενώ έχει ως μοναδικό μέτοχο το Ελληνικό Δημόσιο, οι δανειστές διατηρούν αποφασιστικό ρόλο στην εποπτεία και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων μέσω του Εποπτικού Συμβουλίου.

Το Υπερταμείο λειτουργεί με εταιρική μορφή ιδιωτικού δικαίου, τα στελέχη του απολαμβάνουν ακαταδίωκτο, και οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε προληπτικό ή ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο.

Έτσι, κρίσιμες αποφάσεις για τη δημόσια περιουσία –όπως η παραχώρηση λιμανιών, η εκχώρηση υποδομών ή ακόμη και το κλείσιμο υποκαταστημάτων των Ελληνικών Ταχυδρομείων στην περιφέρεια– λαμβάνονται χωρίς δημόσια λογοδοσία και χωρίς κοινωνική συμμετοχή.

Η μετατροπή της διαχείρισης δημόσιου πλούτου σε τεχνοκρατικό εγχείρημα “εκτός πολιτικής” οδηγεί, στην πράξη, σε αποπολιτικοποίηση θεμελιωδών επιλογών. Πρόκειται για ένα είδος «τεχνότροπης εξουσίας» εις βάρος της δημοκρατίας – όπου η αποτελεσματικότητα υποκαθιστά τη νομιμοποίηση.

Η Ελλάδα του 2025 οφείλει να διεκδικήσει την επανδιαπραγμάτευση με τους θεσμούς σχετικά με τον ρόλο και τη λειτουργία του Υπερταμείου. Όχι για να ανατρέψει μεταρρυθμίσεις, αλλά για να επαναφέρει τη δημόσια περιουσία στον πυρήνα της δημοκρατικής νομιμότητας. Το Υπερταμείο πρέπει να καταστεί εργαλείο αναπτυξιακού σχεδιασμού και κοινωνικής πολιτικής, όχι μηχανισμός διαχείρισης «αξιών» με γνώμονα τις αγορές.

Η επανεξέταση των όρων λειτουργίας του —ιδίως της θεσμικής του ανεξαρτησίας, της λογοδοσίας και του ακαταδίωκτου— δεν είναι τεχνικό ζήτημα. Είναι ζήτημα εθνικής κυριαρχίας, διαφάνειας και πολιτικής αξιοπρέπειας.

Η χώρα δεν μπορεί να συνεχίζει να πορεύεται με μηχανισμούς που δημιουργήθηκαν για την εποχή της κρίσης, όταν σήμερα χρειάζεται θεσμούς ανάπτυξης, συμμετοχής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η επαναδιαπραγμάτευση του ρόλου του Υπερταμείου είναι, επομένως, αναγκαία πράξη αυτοδιάθεσης — και ίσως το πρώτο πραγματικό βήμα προς μια μεταμνημονιακή Ελλάδα.


Η διεθνής εμπειρία: η δημοκρατική λογοδοσία ως κανόνας

Η ελληνική περίπτωση δεν είναι συγκρίσιμη με τα επιτυχημένα παραδείγματα διεθνών θεσμών διαχείρισης δημόσιας περιουσίας. Σε χώρες όπως η Νορβηγία, η Γαλλία ή η Αυστρία οι φορείς διαχείρισης δημόσιας περιουσίας διέπονται από σαφή κοινοβουλευτικό έλεγχο. Στην Ελλάδα, αντίθετα, παραμένει ένας θεσμός όπου ακόμη και σήμερα, παρά την έξοδο από τα μνημόνια, εξακολουθεί να υπερισχύει των θεσμών της Δημοκρατίας.

Ειδικότερα, η μελέτη του Public Services International Research Unit (PSIRU) και του Transnational Institute για το θέμα του δημόσιου ιδιοκτησιακού καθεστώτος – Designing Future Public Ownership (D. Hall, 2022).

Η αρχή της επικουρικότητας και τα όρια της επιτήρησης

Σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αρχή της επικουρικότητας ορίζει ότι οι υπερεθνικοί θεσμοί παρεμβαίνουν μόνο όταν οι στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν αποτελεσματικά από τα κράτη-μέλη. Η διαχείριση δημόσιας περιουσίας, όμως, είναι κατεξοχήν πράξη εθνικής κυριαρχίας. Κατά συνέπεια, η συνέχιση ενός πλαισίου εποπτείας από θεσμούς εκτός της ελληνικής δημοκρατικής νομιμότητας αποτελεί αντίφαση με τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό (βλ. Loukas Tsoukalis κ.ά.).

Η Ελλάδα, έχοντας εξέλθει από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, έχει θεσμικά το δικαίωμα να επαναδιαπραγματευθεί τη λειτουργία του Υπερταμείου. Αυτή η διαπραγμάτευση δεν θα είναι πράξη “ανυπακοής”, αλλά άσκηση δημοκρατικής αυτονομίας εντός της Ένωσης.

Στην περίπτωση του Υπερταμείου, όμως, η παρέμβαση των «θεσμών» δεν αφορούσε καν ευρωπαϊκή πολιτική, αλλά διαχείριση εθνικής περιουσίας, ζήτημα που βρίσκεται στον πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας. Το γεγονός ότι αυτή η δομή επιβλήθηκε και συντηρείται με ευρωπαϊκή νομιμοποίηση αποτελεί αντίφαση με την ίδια τη φιλοσοφία της επικουρικότητας.

Η Ελλάδα έχει, επομένως, κάθε δικαίωμα —και καθήκον— να ζητήσει επανεξέταση των όρων λειτουργίας του Υπερταμείου στο πλαίσιο της Ε.Ε., επικαλούμενη την ανάγκη επαναφοράς της αρμοδιότητας στον εθνικό νομοθέτη και στην ελληνική διοίκηση.

Ποιοι δημιούργησαν το Υπερταμείο και ποιοι μπορούν να το αλλάξουν

Η ίδρυση του Υπερταμείου προήλθε από διεθνή συμφωνία (Μνημόνιο Συνεννόησης 2015) και εθνική νομοθετική πράξη (Ν. 4389/2016), με τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών. Συνεπώς, ο νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει το καθεστώς λειτουργίας του, εφόσον η χώρα δεν βρίσκεται υπό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας — κάτι που ισχύει από το 2022.

Η Βουλή των Ελλήνων μπορεί:

  1. Να τροποποιήσει τις διατάξεις που αφορούν τη νομική μορφή και τις αρμοδιότητες του Υπερταμείου, μετατρέποντάς το σε δημόσιο φορέα πλήρους λογοδοσίας.
  2. Να καταργήσει το ακαταδίωκτο των στελεχών, εξασφαλίζοντας καθεστώς πειθαρχικού και ποινικού ελέγχου.
  3. Να επαναφέρει τη λογοδοσία στο Κοινοβούλιο, με υποχρέωση ετήσιου απολογισμού και κοινοβουλευτικής ακρόασης.
  4. Να διαπραγματευθεί εκ νέου με τους θεσμούς την εποπτεία του Εποπτικού Συμβουλίου, επικαλούμενη την αρχή της επικουρικότητας και τη λήξη των μνημονιακών δεσμεύσεων.

Οποιαδήποτε τέτοια πρωτοβουλία δεν θα συνιστούσε «ρήξη», αλλά θεσμική αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής εποπτείας.


Πρόταση: Δημόσιο Ταμείο Περιουσίας υπό κοινοβουλευτικό έλεγχο

Η απάντηση δεν είναι ένας λαϊκισμός, με φωνές για κατάργηση του Υπερταμείου, αλλά η οικοδόμηση ενός νέου θεσμού, καθαρής ελληνικής ιδιοκτησίας – ενός Δημόσιου Ταμείου Περιουσίας (ΔΤΠ) που θα λειτουργεί με δημοκρατική λογοδοσία και πλήρη διαφάνεια.

Βασικές αρχές του νέου θεσμού:

  1. Δημοκρατική νομιμοποίηση: υποχρεωτική κατάθεση ετήσιων εκθέσεων και συμβάσεων στο Κοινοβούλιο, δημόσια ακρόαση της διοίκησης, πρόσβαση πολιτών στα δεδομένα.
  2. Εθνικός χαρακτήρας: μικρότερη δυνατή επιρροή ή ρόλος εξωτερικών “θεσμών” στη λήψη αποφάσεων.
  3. Διαχωρισμός λειτουργιών: ανεξάρτητη διαχείριση, αξιοποίηση και εποπτεία – ώστε να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων.
  4. Ρήτρες επαναφοράς (clawback): το Δημόσιο να έχει το δικαίωμα αναθεώρησης ή ανάκλησης συμβάσεων αν δεν τηρούνται κοινωνικοί, περιβαλλοντικοί ή εθνικοί στόχοι.
  5. Σταδιακή μετάβαση: μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σε βάθος 5–7 ετών, με εποπτεία στο ρόλο του Υπερταμείου.

Ο νέος φορέας θα μπορούσε να λειτουργήσει με θεσμική κατοχύρωση υψηλής προστασίας, π.χ. με νόμο αυξημένης πλειοψηφίας, ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια και η ανεξαρτησία του. Παράλληλα, θα επιδιώκει τεχνική συνδρομή από την Ε.Ε. ή διεθνείς οργανισμούς.


 

Επίλογος

Το Υπερταμείο, όπως λειτουργεί σήμερα, είναι ένας θεσμός αποκομμένος από τη δημοκρατία. Δημιουργήθηκε ως έκτακτο εργαλείο σε εποχή κρίσης, αλλά διαιωνίζεται ως θεσμός κανονικότητας. Η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει υπό ένα πλαίσιο “τεχνοκρατικού επιτηρητισμού” όταν έχει αποδείξει τη θεσμική της ωριμότητα.

Το Υπερταμείο δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως θεσμικός αυτόνομος μηχανισμός χωρίς πολιτική λογοδοσία. Η Ελλάδα δεν είναι πλέον «χώρα προγράμματος»· είναι ισότιμο μέλος της Ένωσης.
Η επαναδιαπραγμάτευση του ρόλου του Υπερταμείου, με βάση τις αρχές της επικουρικότητας, της διαφάνειας και της δημοκρατικής ευθύνης, δεν είναι αίτημα συγκυριακό — είναι προϋπόθεση θεσμικής ωρίμανσης.

Η Βουλή έχει τον πρώτο λόγο και την τελική ευθύνη να το πράξει. Η ανάκτηση του ελέγχου της δημόσιας περιουσίας δεν είναι απλώς πράξη πολιτικής αυτονομίας. Είναι πράξη εθνικής αξιοπρέπειας.

Η δημιουργία ενός Δημοσίου Ταμείου Περιουσίας με κοινοβουλευτικό έλεγχο, διαφάνεια και εθνική κυριαρχία δεν είναι απλώς θεσμική μεταρρύθμιση· είναι πολιτική πράξη δημοκρατικής αυτοδιάθεσης.

Η δημόσια περιουσία δεν είναι χρηματοοικονομικό χαρτοφυλάκιο. Είναι το μέτρο της ελευθερίας μιας κοινωνίας να αποφασίζει για το μέλλον της.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Η πολυμερής διάσκεψη παράκτιων χωρών της Αν. Μεσογείου και οι εκλογές στα κατεχόμενα.


 

 

Η εκλογή του σοσιαλδημοκράτη Τ. Ερχιουρμάν, με 62,33% στα κατεχόμενα, αλλάζει ανατρεπτικά τα μέχρι προχθές δεδομένα. Με καταγεγραμμένη την απαίτηση για σεβασμό της Τουρκοκυπριακής τους ταυτότητας, μια στιβαρή πλειοψηφία μέσα στην κοινότητα αυτή της βόρειας Κύπρου, φαίνεται να διεκδικεί μια διαφορετική πορεία, τόσο για την ίδια ως κοινότητα, όσο και το σύνολο της μεγαλονήσου.

Υπό αυτές τις εξελίξεις η ιδέα μιας "πολυμερούς διάσκεψης των παράκτιων χωρών της Αν. Μεσογείου", αποκτά νέο περιεχόμενο και υπόβαθρο.

Όταν αυτή η ιδέα είχε πρωτοδιατυπωθεί από τον τότε Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 2020, η Ελλάδα με μια φοβική αντίδραση επέλεξε την αρνητική στάση.

Προχθές, ο πρωθυπουργός της χώρας, ο κος Μητσοτάκης, από τη Βουλή ανακοίνωσε, στην ουσία, ότι η χώρα πρέπει να εγκαταλείψει αυτήν την αρνητική θέση και να επιλέξει μια πλέον χρήσιμη και πιο λειτουργική αυτήν της πολυμερούς διεργασίας.

Τις όποιες σκέψεις και επιφυλάξεις, που μπορεί να υπήρξαν μέχρι το Σάββατο, στις κυβερνητικές επιλογές επί του συγκεκριμένου, τις θέτουν σε ένα διαφορετικό πλαίσιο τα αποτελέσματα της εκλογικής διαδικασίας στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η όποια συζήτηση για θέματα "θαλασσίων ζωνών" στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν μπορεί να προκύψει εάν δεν επισπευσθούν οι διαπραγματεύσεις για επίλυση του Κυπριακού.

Και ο χρόνος αυτή τη στιγμή, ευνοεί αντίστοιχους σχεδιασμούς.

Δύσκολα μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι το “άλυτο” πρόβλημα στην Ανατολική Μεσόγειο, αυτό του Κυπριακού, δεν ήταν τις περισσότερες φορές η αιτία που τις οδηγηθήκαν οι χώρες μας σε περιοδικές κρίσεις και σε υποχρέωση για δυσβάστακτη, από τις κοινωνίες μας, κούρσα εξοπλισμών.

Είναι λοιπόν δυνατόν, σε αυτή τη συγκυρία, η δρομολόγηση διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό να καταστήσει την ιδέα της "πολυμερούς διάσκεψης" ως ένα εργαλεία "διαλεκτικής δυναμικής" των πραγμάτων; Δηλαδή και να δρομολογηθεί διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού αλλά και να ξεκινήσει συζήτηση διευθέτησης θεμέτων θαλάσσιων διεκδικήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο;

Είναι γνωστό και δεν πρέπει να αγνοηθεί, ότι επίκειται μια ανάλογη αμερικανική πρωτοβουλία η οποία θα ασκηθεί με τον «βολονταρισμό» και την έλλειψη υπομονής απέναντι στις «νομικές λεπτομέρειες», που χαρακτηρίζει τον πρόεδρο των ΗΠΑ κο Τραμπ. Με ότι έχουμε δει από τις δράσεις του, θα καταλάβει ότι το μπέρδεμα με τις θαλάσσιες ζώνες έχει προκύψει λόγω των συμφωνιών που έχουν ήδη συναφθεί, του τουρκολιβυκού μνημονίου και της συμφωνίας μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, και προφανώς, με τη "διπλωματική ευγένεια" που τον χαρακτηρίζει (!), θα πει σε αυτές τις τέσσερις χώρες «καθίστε και βρείτε τα».

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι η αιφνίδια αλλαγή στάσης, του πρωθυπουργού της Ελλάδος, όσο και αν χαρακτηρίζεται από έλλειψη σχεδιασμού, αν γίνει εθνική στρατηγική, θα έχει και ως, ένα ακόμη αποτέλεσμα να εμφανιστεί η Ελλάδα ως "πρόθυμη και επισπεύδουσα" -αντί ως "συρόμενη" από τις εξελίξεις…

Έχει σημασία, σε αυτές τις νέες συνθήκες, η όποια σχτική επιλογή να είναι "αποτέλεσμα εθνικής συνεννόησης" και να συγκροτεί στρατηγική επιλογή για τη χώρα μας.

Να μην αφορά σε ένα τακτικό ελιγμό, γιατί πάντα στη διπλωματία, αλλά πολύ περισσότερο στις σημερινές συνθήκες, ο τυχοδιωκτισμός έχει κόστος…

Εφόσον αποτελέσει εθνική στρατηγική, που κατά τη γνώμη μας είναι ότι πιο σωστό ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, είμαστε υποχρεωμένοι, ως χώρα, να εγκαταλείψουμε τις βασικές κατευθύνσεις της εφαρμοσμένης εξωτερικής πολιτικής α) το «δόγμα της ακινησίας», ότι είναι προτιμότερο να μην ασκηθεί ποτέ ένα κυριαρχικό δικαίωμα παρά να αναλάβει μια κυβέρνηση το κόστος της διαπραγμάτευσής του, και β) το δόγμα της «μίας και μόνης διαφοράς».

Πράγματι ο πρωθυπουργός, στην προχθεσινή του ομιλία στη Βουλή δεν έδωσε εξηγήσεις επί αυτών των ζητημάτων.

Η αντιπολίτευση όμως της ευθύνης, δεν μπορεί να αφήσει ανεκμετάλλευτη τη συγκυρία, με τις εκλογές στη τουρκοκυπριακή κοινότητα και να σχεδιάσει την παρέμβαση και την όποια επιρροή της.

Ο κος Μητσοτάκης έσπευσε να παρουσιάσει ως δική του την πρόταση αυτήν για τη συνάντηση των παράκτιων χωρών, παρά το δεδομένο ότι αντίστοιχες προτάσεις είχαν εκφραστεί από πολλές πλευρές πριν, ακόμη και με κάποια παραλλαγή από τον πρόεδρο της Τουρκίας κο Ερντογάν.

Δεν πρέπει η αντιπολίτευση να μείνει σε μια κριτική ότι εξαναγκάστηκε, επιδιώκοντας να προκαταλάβει κινήσεις του αμερικανικού παράγοντα ή και της Άγκυρας, αλλά να αξιοποιήσει ως χρήσιμη για τη χώρα, την ευκαιρία.

Με εθνική συνείδηση και ευθύνη.

Προφανώς η διαχείριση των σημερινών αντιθέσεων, για το ποιες χώρες θα συμμετάσχουν, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση.

Οι σκέψεις από κάποιες χώρες να ξεκινήσει η συζήτηση και εφόσον διευθετηθούν θέματα να ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες χώρες, δεν είναι μια ιδέα χωρίς αξία.

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

ο Πίρι Ρέις και η προπαγάνδα των εξοπλισμών.

Η πολιτική περίοδος που διανύουμε, διεθνώς αλλά και στη χώρα μας, δεν είναι συνηθισμένη...

Μια νέα, άγνωστη ιστορική εποχή αναδύεται, στο πεδίο της διευθέτησης των διεθνών θεμάτων.

Ακούσαμε και διαβάσαμε διάφορα σχόλια τις τελευταίες μέρες, με το Πίρι Ρέϊς που ξαναβγήκε για έρευνες στο Αιγαίο.

Εντυπωσιασμός και σκοπιμοθηρία γύρω από τις NAVTEX και τις αντι NAVTEX.

Για ένα σκάφος ναυπηγημένο το 1978 στη Γερμανία, δηλαδή 47 ετών (!!!), με μήκος 36 μέτρων. Ένα γέρικο σκαρί που χρησιμοποιείται ως ερευνητικό σκάφος….

Μου είναι δύσκολο να "χωνέψω" αβασάνιστα τις εύκολες καταγγελίες για την ελληνική κυβέρνηση, για "υποχωρητικότητα" και "ενδοτισμό".

Για έλλειψη δημόσιας συζήτησης επί του θέματος και ενημέρωσης της κοινής γνώμης για την στρατηγική (αν υπάρχει) μπορούμε να κατηγορήσουμε την κυβέρνηση.

Όταν σχολιάζεις με υπόβαθρο μια "τσάμπα μαγκιά" και υψώνεις "μπαϊράκια πολέμου", χωρίς να έχεις τίποτα να χάσεις ως σχολιαστής, ενώ ταυτόχρονα κάνεις τον «πατριώτη» εκ του ασφαλούς στο πληκτρολόγιο, έχουμε αντίστοιχα αποτελέσματα…

Πολλοί/ες είναι αυτοί/ες που αναδεικνύουν την ιδιαιτερότητά μας, ως χώρα που ζει δίπλα σε έναν "δύσκολο" γείτονα… Συμπαθάτε με, αλλά δεν είμαστε η μοναδική χώρα στον κόσμο με αυτά τα χαρακτηριστικά…

Είναι καιρός να αξιοποιήσουμε την εμπειρία τους...

Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο “αντιτουρκισμός” έδινε πάντα δημοσκοπικούς πόντους…

Πρωτοστατούν συνήθως οι ακροδεξιοί και διάφορες φυλές εθνικιστών, μαζί με λαϊκιστές- δημαγωγούς πολιτευτές οριζοντίως του πολιτικού μας συστήματος.

Είναι λάθος δρόμος και πρέπει να αντιπαρατεθούμε με όσους /ες πρεσβεύουν ότι η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει τον δρόμο του Ισραήλ, στο επίπεδο των εξοπλιστικών προγραμμάτων.

Υπάρχουν καλύτερες πρακτικές, από αυτές που προτείνουν την ένταση των εξοπλισμών…

Οι επιλογές, της χώρας μας, θα ήταν καλύτερα να εδραζόταν σε μια προοπτική ενδυνάμωσης μιας επαρκούς αποτρεπτικής στρατιωτικής μας δύναμη, με εθνική συνεννόηση και η αναζήτηση εκείνων των διεθνών συμμαχιών, διεθνούς πολιτικής σωφροσύνης και διεθνούς δικαίου, για παγκόσμιες διευθετήσεις των επί μέρους περιφερειακών αντιθέσεων.

Σάββατο 26 Ιουλίου 2025

Η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει ρότα. Να επιμείνει στη προσπάθεια για προστασία του πλανήτη.


Η ηγεμονία απόψεων μιλιταριστικής οικονομίας, που έχει αγκαζάρει και επιβάλει το βιομηχανικό κεφάλαιο παραγωγής πολεμικού εξοπλισμού, είναι ανάγκη να αναδιαρθρωθεί.

Οι προτεραιότητες οικονομικού προσανατολισμού να επαναπροσδιοριστούν.

Στα τέλη Ιουνίου ο καύσωνας που χτύπησε την Ευρώπη είχε ως αποτέλεσμα να προκληθούν 2.500 θάνατοι σε 12 μεγάλες πόλεις. Το 2022, οι καύσωνες έχει εκτιμηθεί ότι προκάλεσαν στην Ευρώπη ζημιές ύψους 22 δισ. ευρώ.

Ο καύσωνας που ζούμε αυτές τις μέρες, δεν είναι πλέον ένα μεμονωμένο εξαιρετικό φαινόμενο.

Χτες μόνον στη χώρα μας, υπήρξαν 48 πυρκαγιές σε Πελοπόννησο, Ήπειρο και Μακεδονία. Κάηκαν δασικές και αγρολιβαδικές εκτάσεις, αγροτικές καλλιέργειες, επιχειρήσεις, αποθήκες, εκκενώθηκαν χωριά, ξενοδοχεία μέχρι και κάποιο τμήμα Πανεπιστημίου…

Η κλιματική κρίση είναι εδώ και θα μετράμε διαρκώς τα αποτελέσματά της.

Η ανάγκη για επενδύσεις στην πράσινη μετάβαση υποβαθμίζονται για να χρηματοδοτηθεί η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στην Ευρώπη.

Όχι μόνον δεν ενισχύονται τα προγράμματα μετάβασης σε πράσινη προοπτική αλλά οι κυβερνήσεις αναζητούν τρόπους περικοπής των δαπανών αυτών -ακόμα περισσότερο- για να έχουν τη δυνατότητα αυτής της πρωτοφανούς, για τα Ευρωπαϊκά δεδομένα, αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. 

Όχι ότι δεν πρέπει να δει η Ε.Ε., με ενιαίο τρόπο, την πολιτική αμυντικής της πολιτικής αλλά αυτό να γίνει με μια ισορροπία που δεν θα αγνοεί το πρωτεύον, όπως αυτό φαίνεται να επιχειρείται επί του παρόντος.

Είναι ή ώρα που πρέπει να μιλήσουμε με όρους οικονομίας και για εναλλακτικές ευκαιρίες στα επενδυτικά κεφάλαια, αποδοτικότερων επενδύσεων στην πράσινη ανάπτυξη παρά στη βιομηχανία όπλων. Να αναφερθούμε σε διαφυγόντα κέρδη από τις “στρατοκρατικής” αντίληψης επιλογές της Ε.Ε.

Να τεκμηριώσουμε γιατί η πράσινη μετάβαση δημιουργεί νέες επενδυτικές ευκαιρίες που αποδίδουν περισσότερα κέρδη, ενώ την ίδια στιγμή επιφέρουν οφέλη στο σύνολο των κοινωνιών και των οικονομιών τους, από την προσπάθεια και τα αποτελέσματα διαχείρισης της κλιματικής κρίσης και των επιπτώσεών της.

Ας δούμε κάποια στοιχεία που έχουμε διαθέσιμα για το 2023. Σε όλο τον κόσμο επενδύθηκαν 1,78 τρισ. δολ. για τον περιορισμό των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Οι ιδιωτικές επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια, τις μεταφορές και τις πράσινες υποδομές έφτασαν στο 1 τρισ. δολ. και τα υπόλοιπα από κυβερνητικά προγράμματα.

Αυτή η πολύ σημαντική η ενίσχυση προγραμμάτων και επενδύσεων που προαναφέραμε σε μεγάλο βαθμό διοχετεύθηκε σε καινοτόμες τεχνολογίες που αφορούσαν σε “πράσινα” αυτοκινούμενα οχήματα, σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, σε συστήματα υδρογόνου, σε αποθήκευση ενέργειας, σε περιβαλλοντικά φιλικά κέντρα συλλογής δεδομένων και πολλά άλλα αντίστοιχα.

Η “άμυνα” στην κλιματική κρίση δεν μπορεί να παραμείνει σε δεύτερη προτεραιότητα από την άμυνα σε ενδεχόμενους πολέμους…

Ο “πόλεμος” της κλιματικής κρίσης είναι ήδη ενεργός. Δεν είναι κάτι που είναι απλώς πιθανόν. Οι άλλοι πόλεμοι έχουν τη δυνατότητα αντιμετώπισής τους, σε κάποιο βαθμό, με όπλο τη διπλωματία. Η κλιματική κρίση όμως, μας χτυπά καθημερινά χωρίς φυλετικές, εθνικές ή οικονομικές διακρίσεις.

Αν όχι η Ευρώπη πρωτοπόρα τότε ποια περιφερειακή δύναμη θα σφραγίσει το μέλλον της προστασία του πλανήτη μας;

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Μεταναστευτικό: Τώρα "χάνονται" στην ενδοχώρα, τότε "λιάζονταν" στην Ομόνοια...

 


Όταν το πρόβλημα γίνεται έντονο, τότε περισσεύουν οι "τσάμπα μάγκες" και μένουν οι λαϊκιστές και οι εθνικιστές...

Η ΝΔ, σήμερα, θέλουν να πληρώσει, με το ίδιο νόμισμα, όσα καπηλεύτηκε τότε, ελεεινολογώντας για το θέμα, επί ΣΥΡΙΖΑ...

Το πρόβλημα, όμως, είναι μεγάλο, αφορά σε ανθρώπους και δικαιώματα ζωής και θα είναι διαρκές, ιδιαιτέρως από την Αφρική και ενδιαφέρει την Ευρώπη και όχι αποκλειστικά την Ελλάδα ή τις χώρες του Νότου...

Η αντιπολίτευση στη ΝΔ, επί αυτού, θα είναι αξιόπιστη μόνον αν αναφέρεται και αναδεικνύει την αδράνεια της κυβέρνησης και την ανικανότητα της Ν.Δ. να προκαλέσει και να ενεργοποιήσει ευρωπαϊκές πολιτικές και δράσεις...

Δεν είναι υπευθυνότητα ο λαϊκισμός για αυτό το θέμα, μιας και διεγείρει αισθήματα σε ευάλωτες κατηγορίες πολιτών, που έλκονται από την Α-πολιτική προπαγάνδα των άκρων...

Πάντα υπήρχε ρεύμα μετανάστευσης, από τις φτωχότερες χώρες προς τις αναπτυσσόμενες. Από τη μια η ανάγκη και ελπίδα των μεταναστών για καλύτερη ζωή και από την άλλη η ανάγκη των χωρών, που έλκυαν την μετανάστευση, για εργατικά χέρια.

Όταν οι χώρες αυτές κάλυψαν τις ανάγκες τους, η μετανάστευση έγινε ανεπιθύμητη και προβληματική, για αυτές.

Οι μεταναστευτικές ροές, όπως πάντα έτσι και σήμερα, έχουν δύο κύριες αιτίες. Οικονομικές (μετανάστες) και κινδύνου ζωής (πρόσφυγες). Έτσι βλέπουμε σήμερα αυτό το κύμα μεταναστών και προσφύγων να γιγαντώνεται.

Είναι ικανοί οι “φράχτες” και τα “τείχη” που χτίζονται ή εξαγγέλλονται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα;

Μια χώρα σαν την Ελλάδα, με την τεράστια σε μέγεθος ακτογραμμή, μπορεί από μόνη της, με κανόνες του υπάρχοντος διεθνούς δικαίου, να αντιμετωπίσει την έξαρση αυτών των μεταναστευτικών ροών;

Πολλοί αναφέρουν, ως επιτυχή, την διαχείριση σε αντίστοιχη περίπτωση με την Τουρκία, ξεχνώντας ότι η λύση δεν ήταν τελικά τα “τείχη του Παπουτσή” αλλά η γενναία χρηματοδότηση από την ΕΕ, προς την χώρα αυτή, για να κρατήσει, στο έδαφός της, τους μετανάστες και πρόσφυγες.

Είναι αυτό ακριβώς που φαίνεται να διεκδικεί η ΟΛΗ Λιβύη και όχι μόνον η Δυτική…

Διαφορετικά, φωνές όπως αυτές που ακούγονται περί “… αποτροπής υβριδικών πολέμων της Συρίας, αντίστοιχων αυτών του Ερντογάν στον Έβρο…” και κριτικής προς τον κο Μητσοτάκη ότι “… η κυβέρνηση του δεν άσκησε πολιτική στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις επιστροφές και την κατανομή μεταναστών και δέχθηκε να γίνει η χώρα φυλακή ψυχών…” θα βρίσκουν ευήκοα αυτιά σε συγκεκριμένες κοινωνικο-πολιτικές κατηγορίες πολίτων, πλην όμως θα είναι άγονης αντιπολίτευσης και ανύπαρκτης προγραμματικής συμβολής και ουσίας.

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση επιλέγει, εξαναγκάζεται ή εκμεταλλεύεται την κατάσταση, για μια ακροδεξιά στροφή και αντιμετώπιση των σχετικών δημοσκοπικών της δυσκολιών.

Το έχει ξανακάνει εξάλλου και της βγήκε. Έχει το πλεονέκτημα να αναφέρεται και να κερδίζει, σε ένα ακροατήριο διαπαιδαγωγημένο και προετοιμασμένο για αυταρχικές λύσεις.

Είναι νωπή η μνήμη για την απάθεια, απέναντι σε Ευρωπαϊκές κατηγορίες, για τους 600 πνιγμένους στην Πύλο, όπου η Ελληνική κοινή γνώμη δεν συγκλονίστηκε να αντιδράσει για τους θανάτους αυτούς, μιας και το θεώρησε ως αποδεκτή αντίδραση απέναντι σε “εισβολείς”…

Η κυβερνητική παράταξη τελικά είναι συνεπής με τις απόψεις των ανθρώπων που βρίσκονται στις συγκεκριμένες θέσεις άσκησης εκτελεστικής εξουσίας. Αναφερόμαστε και στο προηγούμενο αλλά και στον σημερινό Υπουργό Μετανάστευσης.

Η εικόνα και η ρητορική του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου δεν έχουν καμία σχέση με τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 

Η προωθούμενη κυβερνητική τροπολογία πρέπει να καταγγελθεί και προφανώς θα έπρεπε να καταψηφιστεί χωρίς είναι καμιά επιφύλαξη.

Και οι δύο επίμαχες ρυθμίσεις και αυτή της αναστολής του δικαιώματος υποβολής αίτησης για άσυλο και η άλλη, για την κράτηση μεταναστών σε κλειστές δομές, ειναι κατά παρέκκλιση του ευρωπαϊκού και ελληνικού δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Οι ρυθμίσεις έχουν αρχικώς μεν τη στήριξη της Κομισιόν, επικρίνονται όμως από το Συμβούλιο της Ευρώπης, τον Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης,  την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, τον δικό μας Συνήγορο του Πολίτη, την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου,  την Ένωση Διοικητικών Δικαστών και έγκυρους συνταγματολόγους, ως επικίνδυνες για το κράτος δικαίου στη χώρα μας.

Είναι εκτός πλαισίου κράτους δικαίου. Το δικαίωμα για άσυλο είναι από τα πλέον ένα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. 

Το γεγονός ότι αυταρχικά καθεστώτα,  στην ευρύτερη περιοχή  μας, χειρίζονται ως εργαλεία πολιτικής αυτούς τους ανθρώπους, δεν μπορεί να αποτελεί ούτε δικαιολογία αλλά ούτε και άλλοθι για τέτοιες απάνθρωπες θεσμικές παρεμβάσεις. 

Η αντιπολιτευτική τακτική απαιτεί "φρονιμάδα και πειθώ", για αντιπαραθετικό "υπόδειγμα", μιας και αναφερόμαστε σε ανθρώπινες ψυχές…

"... Εμείς Χριστό και αυτοί Αλλάχ, όμως...

Από την Χίο με έγνοια για την ειρήνη και συνεργασία μεταξύ των δύο λαών και κρατών μας...".

Πριν είκοσι μέρες στη Χίο, πριν δέκα μέρες  στη Σμύρνη και πρόσφατα στο Τσεσμέ, η κοινή μοίρα από φυσικές καταστροφές, σεισμούς και επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης...

Εμείς Χριστό και αυτοί Αλλάχ, όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις, από κοινού αχ και βαχ...

Θυμάμαι τις  σκοπίμως ψεύτικες φήμες, για συλλήψεις Τούρκων, στις πρόσφατες φωτιές της Χίου...

Σήμερα όμως πλέον, δεν αξίζει σε κανένα η σιωπή...

Πολύ δε περισσότερο στους, ασχολούμενους, με τα κοινά, Πολίτες, άνδρες και γυναίκες,

Ούτε "αναπτυξιολάγνοι" ήταν  πίσω από τις φωτιές οι αίτιοι, ούτε οι ορεγόμενοι την εξόρυξη του αντιμονίου, ούτε προφανώς σκοτεινοί κύκλοι των γειτόνων μας ή όποιες άλλες ερμηνείες συνωμοσιολογικής προσέγγισης...

Στα Λεπτόποδα ήταν αποτέλεσμα ανόητης καπνίστριας, στις δύο δεύτερες φέρεται ως αιτία ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο ημεδαπού, ενώ η βασική πρώτη εστία και η πλέον καταστροφική με την εξάπλωσή της, ακούγεται και υπάρχουν ενδείξεις με κάποια βίντεο,  να ευθύνεται ο βασικός αίτιος των περισσότερων και καταστροφικότερων πυρκαγιών στη χώρα τα τελευταία χρόνια...

Μένει, τα αρμόδια όργανα του κράτους, να ολοκληρώσουν το ανακριτικό τους έργο, να δημοσιοποιήσουν τα πορίσματα τους και να δώσουν, για ακόμα μια φορά, απάντηση σε κάθε μορφής σεναριολόγους, της όποιας συνωμοσιολογικής σχολής σκέψης, ιδιαιτέρως δε στους εθνοκάπηλους εθνικιστές αντιτουρκολάγνους, που συνεχίζουν το παραμύθι, όπως τότε με τους "γκρίζους λύκους"...

Η κοινωνία μας έχει πολλούς λόγους να αφήσει στο περιθώριο τα εγχώρια και τα απέναντι "εθνίκιστικά" στοιχεία ενός ακροδεξιού παρελθόντος εθνοκαπηλίας, να χύνουν το δηλητήριο του διχασμού μεταξύ των δύο λαών...

Ας είμαστε ενεργοί.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

Τα ελληνικά ΑΕΙ και ο “Bologna-ϊκός” εκσυγχρονισμός.

                     

Όπως συνήθως στη χώρα μας, ιδιαιτέρως σε κύκλους που από τη φύση τους η διατύπωση των σκέψεων τους θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει το στοιχείο κάποιας διαλεκτικής, ο μανιχαϊσμός της απολυτότητας χαρακτηρίζει και αυτή τη συζήτηση, για την διαδικασία εναρμόνισης με τις ευρωπαϊκές πολιτικές στην ανώτατη εκπαίδευση.

Η συζήτηση για τα σχετικά με την συνθήκη της Μπολόνια, είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις που αντί να συζητάμε για να δούμε και να συμφωνήσουμε τις όποιες επιλογές εξέλιξης, ταμπουρωνόμαστε για να προστατέψουμε ιερά (?) μας ή να ισχυροποιήσουμε τις όποιες διαφορές μας.

Εδώ και χρόνια, στην Ελλάδα, εξελίσσεται μια ατέρμονη σχετική συζήτηση, για τις επιλογές μας που αφορούν στα ΑΕΙ. Στη παρούσα φάση, με διάφορα δημοσιεύματα, καταγράφεται ενδεχόμενη πρόθεση της κυβέρνησης να επιχειρήσει προσαρμογή της δομής σπουδών των ΑΕΙ με τη Διακήρυξη της Bologna, εφαρμόζοντας και προκρίνοντας πτυχία τριετούς διάρκειας στα δημόσια (αλλά και στα ιδιωτικά πλέον) πανεπιστήμια της χώρας, που εκκρεμεί από το 1999.

Σύμφωνα με τη συνθήκη, το σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης, προτείνεται να μετατραπεί στις χώρες της Ευρώπης σε “3+2+3”, όπου το πτυχίο θα είναι το λιγότερο 3 έτη, το μεταπτυχιακό 2 και το διδακτορικό 3 τουλάχιστον.

Θυμάμαι τη σχετική συζήτηση από την εποχή του αείμνηστου Γεράσιμου Αρσένη, υπουργός παιδείας (1996-2000) που συνυπέγραψε την εν λόγω συνθήκη (το 1999), την μετέπειτα με τον κο Πέτρο Ευθυμίου (2000-2004) ο οποίος άνοιξε οργανωμένα τη σχετική συζήτηση, πλην όμως το κλίμα της εποχής κρίθηκε ως η αιτία να μην επιλεγεί η κατάθεση στη Βουλή της σχετικής διάταξης.

Μετέπειτα, η αείμνηστη Μαριέττα Γιαννάκου, με κάποιες οριακές αλλαγές, στην ουσία, κατέθεσε το 2005 την θεσμοθέτηση της Αρχής Αξιολόγησης των πανεπιστημίων, όπως τα είχε προετοιμάσει ο κος Ευθυμίου στο πλαίσιο της εφαρμογής της Bologna.

Ακολούθησε νόμος Διαμαντοπούλου (4009), όπου υπήρχε πρόβλεψη για τη δυνατότητα τριετών σπουδών (άρθρο 30). Μια διάταξη όμως που έμεινε ανεφάρμοστη, με την ευθύνη του συνόλου των επόμενων κυβερνήσεων.

Συνέχεια στην ιστορία έχουμε με το νόμο της κας Κεραμέως, ο οποίος προέβλεπε τη σχετική αλλαγή μόνον για τμήματα εφαρμοσμένων επιστημών και τεχνολογίας. Μια διάκριση που κατοχύρωνε τη στρεβλή εντύπωση ότι τα τριετή προγράμματα είναι δεύτερης κατηγορίας, ενισχύοντας έτσι τις συντηρητικού χαρακτήρα, για το θέμα, επιφυλάξεις της κοινωνίας, των εργαζομένων στα ΑΕΙ και προφανώς των ίδιων των φοιτητών και φοιτητριών μας.

Όλα αυτά τα χρόνια, κανένα ίδρυμα δεν επέλεξε να προκρίνει την σχετική προσαρμογή στα Προγράμματα Σπουδών του.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδρυτικό μέλος της συνθήκης της Μπολόνιας και του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευση. Είναι λοιπόν δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί συμπεριφερόμαστε, για το συγκεκριμένο θέμα, ως εξαίρεση και αναδεικνύουμε την εμμονή μας σε μίαν ακατανόητη ιδιαιτερότητα, όταν μάλιστα δεν μπορείς να υποστηρίξεις ότι αποτελεί “καλή πρακτική” στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Η ανάγκη για εναρμόνιση της χώρας με άλλες μεγάλες ακαδημαϊκές δυνάμεις- Χώρες, στην Ευρώπη είναι ένα θέμα που δεν μπορεί να αποσιωπηθεί.

Το κάνουν τα τελευταία χρόνια με σχετική μετρήσιμη επιτυχία και χώρες που ήταν αρχικά επιφυλακτικές όπως η Δανία και η Ολλανδία.

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και στον υπόλοιπο κόσμο η τάση είναι εδώ και χρόνια και συνεχίζεται χωρίς ταλαντεύσεις, να ολοκληρώνονται οι προπτυχιακές σπουδές στα τρία χρόνια το συντομότερο. Μοντέλο που ως επί το πλείστο έχουν επιλέξει τα πιο φημισμένα πανεπιστήμια του κόσμου.

Είναι κρίσιμη η επιλογή ή ΟΧΙ, με την κατεύθυνση εναρμόνισης των ελληνικών ΑΕΙ με τη αντίστοιχη δομή σπουδών που έχουν υιοθετήσει, αυτό που θα ονομάζαμε, “μεγάλες ακαδημαϊκές δυνάμεις” στην Ευρώπη (Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία…), εφόσον έχουμε αποφασίσει στρατηγικά, ως χώρα, να "μείνουμε Ευρώπη".

Η ωφέλεια από την αύξηση της κινητικότητας Ελλήνων φοιτητών, είτε στη διάρκεια των σπουδών τους στην Ελλάδα μέσω προγραμμάτων ανταλλαγών (ΕΡΑΣΜΟΣ κλπ) είτε μετά την αποφοίτησή τους, αν θέλουν να συνεχίσουν μεταπτυχιακές σπουδές ή να εργαστούν στο εξωτερικό, θα μεγιστοποιηθεί και θα διευκολυνθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Θα διευκολύνει επίσης, όσους Έλληνες ζουν στο εξωτερικό, να επιστρέψουν είτε για σπουδές στα ελληνικά πανεπιστήμια, είτε για να εργαστούν εδώ στην πατρίδα τους στο επιστημονικό πεδίο που εκπαιδεύτηκαν.

Αν δε αναφερθούμε στην επίδραση που θα υπήρχε στα ίδια τα ΑΕΙ της χώρας, δημόσια ή και ιδιωτικά, αυτή η προοπτική της εναρμόνισης στη δομή της Διακήρυξης της Bologna θα διευκολύνει τις συνέργειες των ελληνικών πανεπιστημίων και την ανάπτυξη κοινών προγραμμάτων με τα άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, όπως π.χ. στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας των "Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων", εφόσον πλέον οι περισσότερες χώρες έχουν ήδη υιοθετήσει, ως επί το πλείστο, τριετείς κύκλους σπουδών.

Είναι προφανές ότι ένα αποτέλεσμα με κοινά ευρωπαϊκά πτυχία, μπορεί να είναι ο ευρωπαϊκός στόχος, μιας και θα διευκολυνθεί ακόμη περισσότερο η κινητικότητα φοιτητών και διδασκόντων στο πλαίσιο των συνεργασιών αυτών, σε μια πορεία ισότιμης συμμετοχής των ελληνικών πανεπιστημίων στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Αντ’ αυτού στην Ελλάδα, όχι μόνο μέσω άρνησης, αλλά και δια της διολισθήσεως στην αντίθετη της Bologna πλευράς, μέσω λαϊκίστικων επιλογών, κυβερνήσεων και εμπλεκομένων από την ακαδημαϊκή κοινότητα, αυξάνουμε τα πενταετή προγράμματα όλο και περισσότερων Τμημάτων, με τη σχετική τεκμηρίωση περί “πολυτεχνικών σχολών”. Τα Ιntegrated Μaster, όπως τα ονομάζουμε. Τα τμήματα λοιπόν ελληνικών ΑΕΙ, ιδιαιτέρως πολυτεχνικών αλλά θετικών σχολών, επιλέγουν να δίνουν απευθείας μεταπτυχιακό τίτλο στους αποφοίτους τους. Εκατό ένα (101) είναι συνολικά τα τμήματα των ελληνικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων που στο μηχανογραφικό του 2025 θα παρέχουν στους/στις φοιτητές/τριες τους τη δυνατότητα να αποκτήσουν, με την αποφοίτησή τους, όχι απλά ένα πτυχίο, αλλά ταυτόχρονα και έναν ενιαίο και αδιάσπαστο μεταπτυχιακό τίτλο (Integrated Master, Master of Science).

Εξαιρετικής κοπής ελληνική πατέντα... Τα 101 προπτυχιακά τμήματα των 16 ΑΕΙ που σε κάνουν κατευθείαν κάτοχο Μεταπτυχιακού τίτλου. Παρακολουθώντας ένα προπτυχιακό τμήμα, 5ετούς διάρκειας, με την αποφοίτηση παίρνεις και Μεταπτυχιακό.

Δηλαδή στην Ελλάδα αντί να μειώσουμε τα προπτυχιακά έτη σπουδών σε τρία έτη και να ενισχύσουμε την αναγκαία Μεταπτυχιακή εξειδίκευση των δύο ετών, σε αντίθεση με τη διεθνή πρακτική, "αποφασίσαμε" να αυξήσουμε τα έτη σπουδών από τέσσερα σε πέντε και να δίνουμε ενιαίο προπτυχιακό και μεταπτυχιακό τίτλο.

Το ελληνικό δαιμόνιο δημιουργεί ακόμη μια διεθνή πρωτοπορία. Το θέμα βεβαίως είναι ότι βρίσκει ενίσχυση από το σύνολο των κυβερνήσεων μας. Μόνον η τελευταίες κυβερνήσεις της Ν.Δ. αύξησαν τα προγράμματα αυτά από 63 σε 101. Έτσι όλες οι προηγούμενες προσπάθειες μεταρρυθμίσεων στα ΑΕΙ, στο θέμα αυτό, ήδη βρίσκονται απέναντι με ένα σημαντικό “κεκτημένο” από τους δρώντες παράγοντες. Κατάσταση που θα έχει να αντιμετωπίσει όποια πολιτική επιλέξει, κάποια στιγμή, την εναρμόνιση με βάση τη σχετική Συνθήκη.

Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να δομήσουμε ξανά ένα πλαίσιο συζήτησης επί του θέματος, με δεδομένη την ήδη υπάρχουσα εθνική πραγματικότητα στα πανεπιστήμια, τις εξελίξεις στις ευρωπαϊκές χώρες και την αποτίμηση της πορείας εφαρμογής της Διακήρυξης της Bologna και κάποια στοιχεία αποτίμησης αυτής της εφαρμογής.

Θέλω να επισημάνω το βασικό πλαίσιο της συζήτησής μας, ότι επιχειρούμε να επιλέξουμε κάτι το καλύτερο υπό τις υπάρχουσες συνθήκες και όχι να φρενάρουμε τα πάντα με επιχείρημα του τι θα θέλαμε να συμβεί, με βάση τις δικές μας ενοράσεις.

Ξέρω ότι η άρνηση του υποκειμενισμού σε μια συζήτηση είναι ουτοπία, αλλά στη δική μας συλλογιστική, υπό συνθήκες, και η ουτοπία έχει τη δημιουργική συμβολή της.

Το επιχείρημα ότι η προσαρμογή της χώρας στη Διακήρυξη της Bologna θα λύσει και θα διαχειριστεί κάθε νόσο, στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση, νοσεί όσο νοσεί και η άποψη της παντελούς αρνήσεως της Bolognaϊκής πραγματικότητας στον ευρωπαϊκό χώρο.

Να συμφωνήσουμε λοιπόν ότι οργανωμένα, πολιτεία, πανεπιστήμια και κοινωνία, θα συζητήσουμε για την καλύτερη δυνατή εναρμόνιση με τις Ευρωπαϊκές επιλογές, δημιουργώντας τις καλύτερες δυνατές εφαρμογές, με τις απαιτούμενες ευελιξίες αλλά και αποφασιστικότητα.

Η συζήτηση αυτή για να είναι δημιουργική πρέπει αν διαθέτει δυνατότητα εύρους και χρόνου προσαρμογής των ΑΕΙ με έναν συμπεφωνημένο οδικό χάρτη, με ευελιξία στην διαχείριση διαφορετικών γνωστικών πεδίων και σπουδών, ενώ την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να θέτει εν αμφιβόλω την βασική επιλογή της χώρας για την πρόσδεσή της στην ευρωπαϊκή προοπτική ολοκλήρωσης της ΕΕ.

Προφανώς και μπορεί να διαφωνεί κάποιος/α με αυτή την προοπτική, αλλά τότε δεν έχει κανένα νόημα η συμμετοχή στη συζήτηση αυτή, έτσι όπως τη προδιαγράψαμε.

Γνωρίζω πως μια τέτοια συζήτηση δεν είναι εύκολη ούτε οι όποιες επιλογές θα είναι χωρίς κόστος. Αρκεί στο τέλος της ημέρας ο ισολογισμός για κάθε Τμήμα στα ΑΕΙ να έχει θετικό πρόσημο και για την ανταγωνιστικότητα του στο διεθνές περιβάλλον και για τη χώρα.

Λόγου χάρη τριετής κύκλος σπουδών χωρίς υποχρεωτικές παρακολουθήσεις και “σφιχτό” πρόγραμμα εξετάσεων είναι πράγματι συνταγή υποβάθμισης. Υποχρεωτικές παρακολουθήσεις σημαίνει πολλαπλάσιος προϋπολογισμός για υποδομές και ερευνητικό και διδακτικό προσωπικό.

Ένα άλλο θέμα είναι το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων και της άδειας άσκησης επαγγέλματος και όλα όσα ανάγονται σε αυτό το θέμα. Ο τρόπος εισόδου στα επαγγέλματα, στις διάφορες χώρες, διαφέρει σημαντικά με αυτόν στη χώρα μας και υπό αυτή την έννοια πρέπει να υπάρξει η αναγκαία προσαρμογή και των σχετικών επιμελητηρίων και επιστημονικών συλλόγων, που το κράτος τους έχει δώσει την αρμοδιότητα πιστοποίησης της δυνατότητας άσκηση επαγγέλματος. Σήμερα βλέπουμε ότι ήδη αναγνωρίζονται πτυχία και επαγγελματικά δικαιώματα τριετών σπουδών από το εξωτερικό στην Ελλάδα χωρίς να επιβάλλονται επιπλέον μαθήματα.

Εάν δεν αντιμετωπιστεί ταυτόχρονα και αυτό, κάθε αλλαγή που γενικά θα παραπέμπει γενικά στην “ευρωπαϊκή εναρμόνιση” θα είναι μια αποτυχημένη γραφειοκρατική παρέμβαση με έωλα αποτελέσματα και υπονομευτική των στόχων αυτής καθαυτής της Συνθήκης.

Η συζήτηση λοιπόν αυτή, για τα επαγγελματικά δικαιώματα, πρέπει να γίνει ταυτόχρονα με το σχεδιασμό για την προσαρμογή και με ποιο τρόπο, στη συνθήκη της Μπολόνια. Ούτε έπεται ούτε προηγείται. Τη βάζουν μπροστά ή πίσω μόνο όσοι δεν θέλουν να γίνει επι τέλους στη χώρα μια γόνιμη και δημιουργική συζήτηση, αλλά ενδεχομένως να επιθυμούν μια τοξική αντιπαράθεση, για μικροκομματικούς λόγους, που ούτε την Ελλάδα βοηθά ούτε τα εκπαιδευτικά της πανεπιστημιακά ιδρύματα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της διεθνούς Ζήτησης και αγοράς.

Γιατί οι επιλογές ευέλικτης εναρμόνισης των ελληνικών ΑΕΙ με την δομή Bologna μόνον θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει;

Πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί προσαρμογή σε ευρωπαϊκή επιλογή, αυτή καθ’αυτή η προσαρμογή των σπουδών στη δομή Bologna μπορεί να είναι εθνικά επωφελής στρατηγική επιλογή η οποία θα αφορά στην ανάδειξη της χώρας μας σε κέντρο εκπαίδευσης και έρευνας στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε περιβάλλον διεθνούς ανταγωνισμού.

Η προσαρμογή των ελληνικών πανεπιστημίων στη δομή Bologna μπορεί και πρέπει να αποτελέσει στοιχείο στρατηγικής επιλογής ισχυροποίησης της χώρας μας και των πανεπιστημίων της στην Ευρώπη και στον σύγχρονο κόσμο.

Προφανώς και κάποια εξειδικευμένα Τμήματα και συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία, μπορεί να κριθούν ότι υπάρχει λόγος να διαφέρουν από την κυρίαρχη αντίληψη της συνθήκης της Μπολόνια, διότι ενδεχομένως δεν απαιτείται ειδική μεταπτυχιακή εξειδίκευση, αλλά η πενταετής, που με το σύνολο των ακαδημαϊκών μονάδων τους (300 ECTS) δικαιολογούν την απονομή Integrated Master. Με τη σχετική τεκμηρίωση σε διεθνές επίπεδο και όχι με την γενίκευση περί “πολυτεχνικής σχολής”. Από αυτό όμως το σημείο, της δικαιολογημένης εξαίρεσης, μέχρι την στρέβλωση, με τα 101 Τμήματα, υπάρχει μεγάλη απόσταση.

Υπό αυτή την έννοια πρέπει να γίνει και η σχετική συζήτηση που θα αφορά στην εξειδίκευση της προσαρμογής αυτής σε πεδία και γνωστικά αντικείμενα που αφορούν Τμήματα όπως αυτά των ιατρικών, οδοντιατρικών, πολυτεχνειακών, φαρμακευτικών κτηνιατρικών κλπ υπό την προϋπόθεση όμως της εναρμόνισης τους με τη διεθνή τάση και πρακτική, ιδιαιτέρως αυτή που αφορά στον ευρωπαϊκό χώρο.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ΔΕΝ είναι απλή αυτή η μετάβαση για τα ελληνικά ΑΕΙ και ότι τα προβλήματα είναι άνευ σημασίας. Υποστηρίζουμε όμως ότι οι υπαρκτές δυσκολίες, στην εφαρμογή της δομής Bologna στα ελληνικά πανεπιστήμια, όπως και οι αναγκαίες αλλαγές που αφορούν στα επαγγελματικά δικαιώματα, μπορούν και πρέπει να τεθούν σε ένα δημόσιο διάλογο, χωρίς του συνήθεις κυβερνητικούς αιφνιδιασμούς, προκειμένου η χώρα να προχωρήσει οργανωμένα και με το μεγαλύτερο βαθμό κοινωνικών και πολιτικών συναινέσεων, ώστε να αντιμετωπίσει την 25ετή πρόκληση της Μη εφαρμογής και προσαρμογής μας στις απαιτήσεις της Συνθήκης της Bologna, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα των σπουδών, αλλά ως ευκαιρία αναμόρφωσης και εκσυγχρονισμού των προγραμμάτων σπουδών των Τμημάτων των ΑΕΙ και των μεθόδων διδασκαλίας και οργάνωσης της μάθησης, σύμφωνα με τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές.

Πρόκειται περί μιας πολιτικής και εκπαιδευτικής επιλογής, ιδιαίτερης σημασίας και βαρύτητας που δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει αντικείμενο επικοινωνιακών μεθοδεύσεων.

Αφορά το σύνολο και το μέλλον της κοινωνίας μας, αλλά ιδιαιτέρως τη θέση και προοπτική των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων, που έχουν ακόμη μια ευκαιρία να απομονώσουν τις όποιες προσπάθειες στρέβλωσης και απαξίωσης του έργου και της συμβολής τους στη κοινωνική εξέλιξη της χώρας.


Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Στιγμή τιμής και μνήμης για τον καθηγητή μας/μου, Μιχάλη Χατζηπροκοπίου

 

Αξιότιμε κύριε Πρύτανη,  κε Κοσμήτορα, κε Πρόεδρε του Τμήματος,

Αγαπητοί συνάδελφοι, φοιτητές μέλη της Πανεπιστημιακής Κοινότητας,
σεβαστά μέλη της οικογένειας του αείμνηστου Μιχάλη Χατζηπροκοπίου,

Είμαστε εδώ με σεβασμό και προσωπικά με αισθήματα συγκίνησης και βαθιάς ευγνωμοσύνης, για να τιμήσουμε έναν σπουδαίο άνθρωπο, έναν εξαιρετικό επιστήμονα και έναν δάσκαλο, με όλη τη σημασία της λέξης, που άφησε το αποτύπωμά του στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, αλλά και στην ευρύτερη ακαδημαϊκή κοινότητα της χώρας μας – τον αείμνηστο καθηγητή Μιχάλη Χατζηπροκοπίου.

Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από την απώλειά του, όμως η παρουσία του παραμένει ζωντανή στις μνήμες όσων είχαν την τιμή να τον γνωρίσουν, να διδαχθούν από αυτόν, να συνεργαστούν μαζί του.

Η σημερινή τελετή, κατά την οποία το Πανεπιστήμιό σας/μας δίνει το όνομά του σε ένα από τα αμφιθέατρά του, δεν είναι απλώς μια συμβολική πράξη. Είναι μια πράξη μνήμης και συνέχειας. Είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής σε έναν δάσκαλο, έναν επιστήμονα, έναν άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στη γνώση και στην καλλιέργεια του ήθους. Είναι μια από εκείνες τις στιγμές όπου το ακαδημαϊκό παρόν σκύβει με σεβασμό πάνω στο παρελθόν για να εμπνευστεί για το μέλλον.

Ο Μιχάλης Χατζηπροκοπίου υπήρξε ένας από εκείνους τους σπάνιους πανεπιστημιακούς που συνδύαζαν τη βαθιά επιστημονική κατάρτιση με τη γνήσια αγάπη για τον φοιτητή. Το μάθημά του δεν περιοριζόταν στην αίθουσα. Ενέπνεε με τον τρόπο της σκέψης του, με την ευθυκρισία του και τη σεμνότητά του.

Για εμένα,  όπως και για άλλους από τους φοιτητές και φοιτήτριες του, η σημερινή ημέρα έχει έναν ιδιαίτερο προσωπικό χαρακτήρα.

Είχα την τύχη και τιμή να είναι ο καθηγητής Χατζηπροκοπίου ο επιβλέπων της διδακτορικής μου διατριβής. Πέρα από την επιστημονική του καθοδήγηση, μου προσέφερε κάτι πολύ πιο πολύτιμο: ένα πρότυπο ακαδημαϊκής ακεραιότητας, πνευματικής ελευθερίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που δεν χρειάζονταν μεγάλα λόγια για να εμπνεύσουν. Με τον ήρεμο, διαυγή και ουσιαστικό του λόγο, με τον σεβασμό που έδειχνε σε κάθε φοιτητή, με την αφοσίωσή του στην επιστήμη, με δίδαξε τι σημαίνει να υπηρετείς το πανεπιστήμιο όχι ως θεσμό αλλά ως αποστολή.

Ήταν ένα υγρό θεσσαλονικιώτικο απόγευμα, τον Φεβρουάριο του 1977, όταν μπήκε στην μικρή αίθουσα του τρίτου ορόφου του κτιρίου στην Αγίας Σοφίας 3, που στεγαζόταν η ΑΒΣΘ, ένας απλός και σαν σουλούπι ακόμη, διαφορετικός από το ύφος και το στυλ των άλλων καθηγητών εκείνης της εποχής της καθηγητικής «έδρας». Ήταν η πρώτη φορά που τον συνάντησα.

Κέρδιζε τις καρδιές των φοιτητών και φοιτητριών, όπου η φήμη του “ανέβαζε” πολλούς/ές από τους “ανήσυχους” εκείνης της εποχής του “φουαγιέ” της Αγ. Σοφίας 3, στην αίθουσα διδασκαλίας.

Εκτός από το πλατύ και φιλικότατο χαμόγελό του, μας εντυπωσίαζε ο τρόπος διδασκαλίας, όχι από την έδρα του καθηγητή, που βρίσκεται σε απόσταση και από τα έδρανα, αλλά κυκλοφορώντας ανάμεσά μας, να μας προκαλεί και προσκαλεί σε συζητήσεις επί των θεμάτων που “η ιστορία της οικονομικής θεωρίας” έβρισκε εφαρμογή και χρήση, στη ζώσα πραγματικότητα. Σε μια προσπάθεια μύησης και εξάσκησης του ματιού στην παρατήρηση, στην ανάλυση και την γνώση για τι έχουν πει, για το συγκεκριμένο θέμα, μελετητές κατά το παρελθόν. Αυτό που αργότερα μάθαμε ως “βιβλιογραφική επισκόπηση”.

Θυμάμαι, συχνά, τις συζητήσεις μας, που ξεκινούσαν από την οικονομική θεωρία και κατέληγαν —σχεδόν πάντα— σε ερωτήματα ηθικής, πολιτικής, και κοινωνικής ευθύνης. Θυμάμαι την απαιτητικότητά του, όχι ως βάρος, αλλά ως έμπρακτη πίστη στη σχέση θεωρίας και πράξης και την ουσιαστική του στήριξη και έγνοια του σε όλες τις φάσεις της ακαδημαϊκής μου πορείας, ακόμη και όταν είμαστε πλέον “συνάδελφοι”.

Η επιστημονική του συνεισφορά στο πεδίο της οικονομικής σκέψης παραμένει σημαντική, αλλά ήταν η ανθρωπιά και το ήθος του που τον καθιστούν αληθινά αξέχαστο.

Θυμάμαι όμως με πόση υπερηφάνεια και χαρά, το 1998, σε ένα του ταξίδι στην Αθήνα που συναντηθήκαμε, μου χάρισε, με αφιέρωση,  την πρώτη του ποιητική συλλογή "Ορεινό Καταφύγιο – Ταξίδι".

Δεν θυμάμαι αυτή τη χαρά και λάμψη που έβλεπα στα μάτια του, να είναι αντίστοιχη με τα άλλα βιβλία που είχε εκδώσει και σε κάθε περίπτωση εκείνα που συμμετείχα και εγώ μαζί με τους άλλους συναδέλφους και συναδέλφισσες, εκείνης της ερευνητικής ομάδας, που με σφράγισε και αφορούσαν στην έρευνα μας, εκείνης της εποχής, για την “αγορά κατοικίας στην Ελλάδα” και την αντίστοιχη που αφορούσε στη Θεσ/νική.

Ο Μιχάλης δεν ήταν ένας “ουδέτερος” στα κοινωνικά και πανεπιστημιακά πράγματα, για να είναι αγαπησιάρης. “Λέρωνε” τα χέρια του στη “διαχείριση” των πραγμάτων και στην υλοποίηση των απόψεών του. Δεν ήταν “κήνσορας” εξ αποστάσεως και ακολούθως “τιμητής”. Αυτό που στη σύγχρονη έκφραση ονομάζουμε “σας τα έλαγα-κιας”.

Ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να ήταν και αλάνθαστος…

Συμμετείχε ενεργά στη διαμόρφωση της ταυτότητας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, προσφέροντας σε αυτό όχι μόνο τη γνώση του αλλά και την ψυχή του. Όραμά του ήταν ένα πανεπιστήμιο ανοιχτό, δημοκρατικό, προσηλωμένο στην αριστεία, χωρίς όμως να ξεχνά την ανθρωπιά και την κοινωνική του αποστολή.

Γι’ αυτό και σήμερα η απόφαση σας, να φέρει ένα από τα αμφιθέατρα του Παν/μιου Μακεδονίας το όνομά του, δεν είναι απλώς μια αναγνώριση του παρελθόντος. Με αυτή την ονοματοδοσία, δεν τιμάται απλώς ένας καθηγητής. Τιμάται ένα πνεύμα, μια στάση ζωής, ένας τρόπος σκέψης που θέλουμε να συνεχίσει να ζει στους τοίχους αυτού του αμφιθεάτρου, στα μαθήματα που θα γίνονται εδώ, στους νέους ανθρώπους που θα αναζητούν νόημα στη γνώση. 

Είναι μια υπενθύμιση και για τις επόμενες γενιές: να τιμούν την προσφορά, να εμπνέονται από το παράδειγμα, να ακολουθούν τον δρόμο της επιστημονικής προσπάθειας και του ήθους.

Από σήμερα, το όνομα του Μιχάλη Χατζηπροκοπίου θα συνοδεύει τη φωνή των διδασκόντων, τη σκέψη των φοιτητών, το έργο της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ας φροντίσουμε ώστε να μην είναι μόνο επιγραφή σε μια πόρτα, αλλά ζωντανό παράδειγμα προς μίμηση.

 Ένα σύμβολο της μνήμης, της ευγνωμοσύνης και της συνέχειας του οράματος που ο Μιχάλης ενσάρκωσε.

Ας μείνει το όνομά του για πάντα συνδεδεμένο με τη γνώση, την ποιότητα και τον σεβασμό στον άνθρωπο.

Σας ευχαριστώ.

Τρίτη 6 Μαΐου 2025

Ελλάδα: Xώρα με άδικη φορολογική επιβάρυνση.



Δεν σταματούν όμως να "σπέρνουν προσδοκίες", με υψηλή όμως ειδίκευση στο να φορτώνουν την διάψευση τους, εκ των υστέρων, όχι στην αναποτελεσματικότητα της πολιτικής τους, αλλά συνήθως, στους προηγούμενους, στην αντιπολίτευση, στη διεθνή συγκυρία και ίσως στη "αδύναμη" μνήμη των πολιτών...

Δεν είναι λίγοι όσοι/ες αποδέχονται άκριτα τις κυβερνητικές δηλώσεις και εξαγγελίες για τη πολιτική στη "μείωση των φόρων".

Είναι όμως δίκαιη αυτή η "μείωση" που προκρίνει η κυβέρνηση; Πολύ δε περισσότερο ανταποκρίνονται, οι πρόσφατες εξαγγελίες για περεταίρω μείωση, στις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας μας για δίκαιη και χρηστή φορολόγηση;

Υποστηρίζω και εγώ, μαζί με άλλους, ότι από τη μελέτη των διεθνών δεδομένων, στην Ελλάδα δεν υπάρχει υπερφορολόγηση, αλλά άδικη και στρεβλή για την ανάπτυξη της οικονομίας φορολόγηση. Και ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι γενικώς κάποιοι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αλλά  η αξιοποίηση των φορολογικών εσόδων για τη χρηματοδότηση ποιοτικών δημόσιων υπηρεσιών, που θα επιταχύνουν την ανάπτυξη. Μια δυναμική οικονομία προϋποθέτει υψηλού επιπέδου δημόσιο σύστημα υγείας, δημόσια εκπαίδευση (από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς έως το πανεπιστήμιο), δημόσια επαγγελματική κατάρτιση, δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας, δημόσιες υποδομές ("κρίσιμες" όπως τις ονομάζουν στην ΕΕ) κ.ο.κ.

Όλα αυτά κοστίζουν…

Όσοι/ες περιχαρείς αποδέχονται άκριτα ή δηλώνουν ότι θα μειωθούν οι φόροι, δεν κάνουν απλώς λάθος αλλά υπονομεύουν την ίδια τη χώρα και την ανάπτυξή της.

Αυτό που χρειαζόμαστε ως χώρα δεν είναι η μείωση της φορολογίας αλλά μια ριζική μεταρρύθμιση του πιο ταξικού φορολογικού συστήματος σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ, ώστε να προβλεφθούν αφενός μειώσεις κάποιων φόρων συγκεκριμένων κατηγοριών εισοδημάτων αλλά και αφετέρου αυξήσεις των φόρων σε κάποιες άλλες.

Να υπενθυμίσουμε ότι η φορολογία είναι ένα εργαλείο για την ανάπτυξη πολιτικών δημοσίου συμφέροντος, σχετικών υποδομών και υποστήριξης των αδυνάτων κοινωνικών στρωμάτων...

Τα εύκολα συνθήματα, για περιορισμό της φορολογίας, δεν αφορούν στην ανάπτυξη αλλά, όπως από μελέτες και έρευνες φαίνεται τελικά, στην εξυπηρέτηση δομημένων συμφερόντων πλουτοκρατίας και σε μεγάλο βαθμό την ιδεοληπτικού χαρακτήρα στόχευση της αποδυνάμωσης του κράτους...

Αναφερόμαστε στην άμεση φορολογία, μιας και προφανώς υπάρχει ανάγκη περιορισμού της έμμεσης που εκτός από πλέον άδικη είναι και υπερβολική στην μεταξύ τους σχέση.

Δεν είναι τυχαίο πως τα κράτη με την υψηλότερη άμεση φορολόγηση στο κόσμο, έχουν καλύτερο μέσο επίπεδο ζωής από εκείνα με χαμηλό συντελεστή φορολόγησης...

Ούτε είναι, βεβαίως, τυχαίο πως έχουν σταθερό επίπεδο ανάπτυξης, για μεγάλες χρονικές περιόδους...

Είναι μια μεγάλη συζήτηση που πρέπει να ανοίξει και στη χώρα μας, σε αντιπαράθεση με τις επιφανειακές και συνθηματικές ιαχές των δογματικών της δήθεν ανταγωνιστικής οικονομίας με χαμηλότερους συντελεστές άμεσης φορολογίας...

Όλοι γνωρίζουν ότι η έμμεση φορολογία είναι η πιο άδικη που μπορεί να επιβληθεί, ειδικά για τις ασθενέστερες οικονομικά ομάδες. Η Ελλάδα βασίζεται περισσότερο σε έμμεσους φόρους (π.χ. ΦΠΑ) παρά σε άμεσους (π.χ. φόρος εισοδήματος), σε αντίθεση με τις βόρειες χώρες που χρηματοδοτούν κοινωνικές πολιτικές μέσω άμεσων φόρων (π.χ. Δανία 28,7% του ΑΕΠ από φόρο εισοδήματος). Αυτό οδηγεί σε μικρότερη αναλογικότητα και κοινωνική δικαιοσύνη.

Η υψηλή εξάρτηση από έμμεσους φόρους και η χαμηλή αποτελεσματικότητα στη μείωση της φτώχειας δημιουργούν μια εικόνα όπου οι παροχές δεν ανταποκρίνονται πλήρως στο φορολογικό βάρος.

Είναι πλέον πολλαπλές και επαναλαμβανόμενες ετησίως οι εκθέσεις του ΟΟΣΑ που καταγράφουν τη χώρα μας ότι έχει από τους μικρότερους συντελεστές στα μερίσματα μεταξύ των χωρών του συγκεκριμένου Οργανισμού και ότι μία ενδεχόμενη αύξησή τους θα μπορούσε να οδηγήσει στη μείωση των επιβαρύνσεων της μεσαίας τάξης.

Μια μεσαία τάξη που στη τελευταία του Έκθεση θεωρεί ότι στην Ελλάδα υφίσταται την πιο άδικη φορολογική επιβάρυνση σε βάρος της.

Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία, που προκύπτουν από αυτή την ετήσια έκθεση, για το ύψος των φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων στους μέσους μισθούς των εργαζομένων στις χώρες-μέλη του.

Το εισόδημα των εργαζομένων μετά από φόρους αυξήθηκε στην πλειονότητα των χωρών του ΟΟΣΑ το 2024, όχι στην Ελλάδα.

Η φορολογική επιβάρυνση για τους περισσότερους τύπους νοικοκυριών με παιδιά μειώθηκε στην πλειονότητα των χωρών το 2024.

Οι μέσοι μισθοί και τα εισοδήματα μετά φόρων ανέκαμψαν σε πραγματικούς όρους σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ.

Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε μια φάση που είναι ώριμη να αποφασίσει σε πραγματικά διλλήματα και όχι σε αυτά του αποπροσανατολισμού που επιλέγει η επικοινωνιακή υπεροπλία των μηχανισμών εξουσίας.

Η διαφωνία με την κυβερνητική πολιτική για την προοδευτική φορολόγηση των μερισμάτων και των εσόδων ή την παραμονή στο 5% που υποστηρίζει η Ν.Δ. είναι μια σοβαρή και ουσιαστική πολιτική διαφορά που προσδιορίζει σημαντικές αξιακές αναφορές και μοντέλο διευθέτησης των κοινωνικών αντιθέσεων...

Το επίπεδο φορολόγησης των επιδόσεων μετοχών και μερισμάτων με 5% στην Ελλάδα, είναι ΣΚΑΝΔΑΛΟ...

Η καταγραφή της αντίστοιχης φορολογίας μερισμάτων σε Ευρωπαϊκό Επίπεδο είναι ενδεικτική...

Είναι ανάγκη πλέον η εφαρμογή προοδευτικής κλίμακας στη φορολόγηση...

Όπως αναφέρει σε πρόσφατο άρθρο του ο Κώστας Καλλίτσης στην “Καθημερινή” και στο “KReport” την Κυριακή 27.4.25, «… Σήμερα, το 46,3% των μισθωτών, περίπου 1,1 εκατ. άνθρωποι, παίρνουν μισθό έως 1.000 ευρώ μικτά. Τα 1.000 ευρώ αντιστοιχούν σε 824 καθαρά, από αυτά ο ΦΠΑ αφαιρεί άλλο 24%, δηλαδή 198 ευρώ. Από τα 1.000 ευρώ απομένουν 626/μήνα ή  8.764/χρόνο. Επίσης, 1.000 έως 1.200 ευρώ έχει μισθό το 16,2%, δηλαδή 463 χιλ. μισθωτοί. Τα 1.200 ευρώ μικτά αντιστοιχούν σε 956 ευρώ καθαρά, από αυτά ο ΦΠΑ αφαιρεί 24%, δηλαδή 230 ευρώ. Από τα 1.200 ευρώ απομένουν 726/το μήνα ή 10.304/χρόνο…».

Καταγράφεται δηλαδή μια υπερφορολόγηση στο εισόδημα από τη μισθωτή εργασία: Με συντελεστή 25% το πάνω από 20.000, με 36% το πάνω από 30.000, με 44% το πάνω από 40.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα.

Πράγματι κοινωνικός, πολιτικός, οικονομικός και τελικά εθνικός στόχος πρέπει να είναι μια διαδικασία επανεξέτασης του φορολογικού μας συστήματος, ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών μας.

Ιδιαιτέρως στο ζήτημα των έμμεσων φόρων, υπολογίζεται ότι στις χώρες της ΕΕ σε 1 ευρώ που συλλέγεται από άμεσους φόρους αντιστοιχεί 1 ευρώ από έμμεσους. Στην Ελλάδα, σε 1 ευρώ άμεσης φορολογίας αντιστοιχεί 1,8 ευρώ έμμεσης. Είναι η πιο αντιλαϊκή φορολογία, η οποία πλήττει δυσανάλογα τους φτωχότερους και από αυτήν προέρχεται ο όγκος των πληθωριστικών φορολογικών εσόδων.

Με την Ελλάδα να παραμένει στην 3η θέση από το τέλος στην ΕΕ ως προς τις μέσες αποδοχές και στην τελευταία θέση σε αγοραστική δύναμη ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία για τη φορολογική επιβάρυνση στην εργασία που περιλαμβάνονται στη νέα έκθεση του ΟΟΣΑ «Taxing Wages 2025».

Το εισόδημα των εργαζομένων μετά φόρων αυξήθηκε στην πλειονότητα των χωρών μελών του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη το 2024 καθώς οι φορολογικοί συντελεστές παρέμειναν σε γενικές γραμμές αμετάβλητοι.

Το φορολογικό σύστημα που έχει διαμορφωθεί στη χώρα, στηρίζει ετεροβαρώς και προνομιακά το πλούτο (τα εισοδήματα εκτός μισθωτής εργασίας) εις βάρος υπέρμετρα των εισοδημάτων από την εργασία.

Σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ είναι το πιο ευνοϊκό για τον πλούτο φορολογικό σύστημα σε όλες τις χώρες μέλη του. Δημοσίευσε δε μια συγκριτική μελέτη, απαντώντας μεταξύ άλλων στο ερώτημα: Αν κάποιος κερδίζει πέντε φορές το μέσο εισόδημα της χώρας του, πόσο υψηλότερο φορολογικό συντελεστή αντιμετωπίζει αν το εισόδημα αυτό προέρχεται από μισθωτή εργασία, σε σύγκριση με πχ μερίσματα; Το Διάγραμμα προέρχεται αυτούσιο από τη μελέτη του ΟΟΣΑ και η χώρα μας κατακτά την πρώτη θέση. Προς όφελος των πλουσίων και του κεφαλαίου φυσικά. Τα διανεμόμενα κέρδη φορολογούνται με τον χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή μερισμάτων σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ πλην Λετονίας όπου είναι μηδενικός -ενώ έχει 51% η Ιρλανδία, 44% η Ν. Κορέα, 42% η Δανία, 39% η Βρετανία και ο Καναδάς, αλλά μόλις 5% η Ελλάδα. Και όσο αφορά τη συνολική φορολογία των κερδών, στην Ελλάδα είναι η τέταρτη χαμηλότερη στον ΟΟΣΑ -με 59% στη Ν. Κορέα, 57% στην Ιρλανδία, 55% σε Καναδά και Δανία, 51% στη Γαλλία, 50% στην Γερμανία, ενώ καθ’ ημάς ο μεσοσταθμικός συντελεστής είναι μόλις 25,9%.

Δεν χρειάζονται γενικά μειώσεις φόρων –και τί θα γίνει, άλλωστε, με το κοινωνικό κράτος, τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και τόσες άλλες ανάγκες; Ριζικές αλλαγές χρειάζονται, για να πάψει το καθ’ ημάς φορολογικό σύστημα να είναι το πιο ευνοϊκό για τον πλούτο σε όλον τον ΟΟΣΑ, σε βάρος της μισθωτής εργασίας, της ανάπτυξης και της δημοκρατίας.

Το επόμενο διάστημα και σε κάθε περίπτωση μέχρι τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, η κυβερνητική πολιτική θα επενδύσει στη λειτουργικότητα των προσδοκιών…

Μια σπορά σχετικών προσδοκιών θα είναι και αυτή της μείωση φόρων, δια πάσαν νόσον…

Υπάρχει ο κίνδυνος σε αυτόν το λαϊκισμό να ακολουθήσουν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Δηλαδή να αβαντάρουν  το επικοινωνιακό αφήγημα για την ανάγκη μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της «μεσαίας τάξης». Γνωρίζουμε όμως πλέον ότι θα αφορά την περεταίρω ενίσχυση της φοροαποφυγής της πλουτοκρατίας, συνθήκη που πάλι θα πληρώσει η «μεσαία τάξη».

Η μείωση των φόρων χρησιμοποιείται ως πανάκεια για κάθε πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, από την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης ως την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής.

Να το πούμε καθαρά όσο και αν σήμερα δύσκολα μπορείς να ακουστείς... Το πρόβλημα δεν είναι το ύψος της φορολογίας, αλλά η κατανομή του φορολογικού βάρους... και να εκφράσουμε τη διαφωνία μας με όσους υποστηρίζουν, την απλουστευτική άποψη, ότι μια δραστική μείωση των φόρων θα απογειώσει την οικονομία...

Η άποψη, που προβάλλεται συχνά, ότι το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η υψηλή φορολογία και ότι μια δραστική μείωσή της θα ήταν ικανή συνθήκη για να εκτινάξει τους ρυθμούς ανάπτυξης, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί από πουθενά. Η διεθνής εμπειρία, εφαρμογής τέτοιων πολιτικών, έχει δείξει μόνο βραχυπρόθεσμα οφέλη και αυτά για επιμέρους κοινωνικές ομάδες. Μεσοπρόθεσμα, οι συνέπειες ήταν ιδιαίτερα αρνητικές, με διεύρυνση των ανισοτήτων και δημοσιονομική αστάθεια.

Πράγματι πρόκειται για υπεραπλούστευση. Προφανώς και η επιχειρηματική τάξη, ευλόγως, θα υποστηρίξει ότι η υψηλή φορολογία αποτελεί αντικίνητρο για την όποια επενδυτική τους επιλογή. Δεν θυμάμαι όμως κανέναν από τους διεθνείς αλλά και εθνικούς επενδυτές, που πράγματι έχουν κάνει επιλογή επένδυσης στη χώρα, να είχαν θέσει θέμα ύψους φορολογικής κλίμακας… Θέμα μόνον σταθερού φορολογικού πλαισίου, πράγματι και λογικά, προέταξαν.

Ούτε την COSCO, ούτε η Αμερικανική Onex Shipyards για την αγορά και επαναλειτουργία του Νεώριο της Σύρου, ούτε για τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και Ελευσίνας, ούτε η Fraport Greece για τη λειτουργία, τη διαχείριση, την ανάπτυξη και τη συντήρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων στην Ελλάδα, ούτε η επένδυση για το Costa Navarino και άλλα πολλά παραδείγματα, σταμάτησαν τον επενδυτικό τους σχεδιασμό για το υψηλό επίπεδο των φόρων.

Η υποστήριξη της ιδέας ότι με τη μείωση των φόρων, οι εξοικονομούμενοι ιδιωτικοί πόροι θα προσανατολιστούν σε επενδύσεις είναι απλώς αμφιλεγόμενη.

Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη διεθνή έκθεση της Θεσ/νικης, αν αφορούν στη μείωση φόρων, θα αποτελούν, σε κάθε περίπτωση, μια ακόμη πολιτική μεταφοράς πλούτου προς τις υψηλότερες εισοδηματικές τάξεις.

Προς τούτο θα είχε ενδιαφέρον μια ποσοτική προσέγγιση της κυβέρνησης, για την επίδραση της δηλωθείσας φορομειώσεως στις επιχειρήσεις, στο επίπεδο και ποιο, της αναπτυξιακής της στόχευσης και σε συνάφεια με τον προβλεπόμενο από την ίδια χρόνο…

Έτσι θα μπορούμε στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού μας, εξ’ αφορμής των εγκαινίων των σχετικών διεθνών εκθέσεων Θεσ/νικης, να κάνουμε τον απολογισμό της επιβεβαίωσης ή διάψευσης.

Όπως συνήθως, θα επενδύσουν σε ένα αφήγημα, πάλι με προσδοκίες, ότι θα συσσωρευτεί αφενός αρκετό κεφάλαιο για επένδυση και αφετέρου ότι θα προσελκυσθούν Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ), πράγματα τα οποία  μένει να κριθούν στα πάλι σε μερικά χρόνια, όπου θα έχει πληρωθεί ήδη ο λογαριασμός...

Η χαμηλή φορολογία όμως, όσο γνωρίζουμε από τη διεθνή βιβλιογραφία, δεν αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα προσέλκυσης ΞΑΕ ξένες άμεσες επενδύσεις.

Δεν έχει προκύψει, δηλαδή διεθνώς, κάποια προφανής συσχέτιση μεταξύ προσέλκυσης ΞΑΕ και φορολογικού συντελεστή.

Για παράδειγμα πολλές είναι οι χώρες με πολύ μεγάλο φορολογικό συντελεστή αλλά ταυτοχρόνως και υψηλό % ΞΑΕ ως προς το ΑΕΠ τους, όπως όμως έχουμε και χώρες με ακριβώς το αντίθετο.

Η ιδέα ότι αν απελευθερωθούν πόροι από τους φόρους η οικονομία θα αρχίσει μόνη της να πετάει, είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη.

Έχει όμως ενδιαφέρον ότι αντίστοιχοι πλέον προβληματισμοί αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια σε όλο τον κόσμο, ιδιαιτέρως και σε χώρες κατ’ εξοχήν φιλελεύθερες (τουλάχιστον μέχρι τις αλλαγές στις ΗΠΑ). Ιδιαιτέρως δε που τελευταία στην Αμερική διαμορφώνεται μια ολιγαρχία ακραίου πλούτου, δύναμης και επιρροής που πραγματικά απειλεί ολόκληρη τη δημοκρατία μας, τα βασικά μας δικαιώματα και την ελευθερία του λαού της, είμαστε σίγουροι ότι αυτή η συζήτηση θα διευρυνθεί.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι συνήθως ο ορίζοντας όλων μας και βέβαια των κομμάτων, δεν φτάνει καν την εκλογική τετραετία.

Για τούτο και πολλές φορές η απάντηση στις στρατηγικές προκλήσεις του αύριο είναι καλύτερα το επίδομα και στο χέρι...

Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι «παροχές» της κυβέρνησης έγιναν με την αποδοχή της πλειοψηφίας όλων των κοινωνικών στρωμάτων, χωρίς να βλέπουν ποιος πληρώνει τον λογαριασμό στο τέλος…


Για την αναζήτηση “συναινέσεων”, στο ελληνικό πολιτικό σύστημα

  Για μια “διακυβερνήσιμη” χώρα, στην εποχή της αύξησης των ανισοτήτων Φαίνεται πως κλείνει ένας ιστορικός κύκλος που άνοιξε τη δεκαετία τ...